Ονειρευόμουνα και σ’ έβρισκα μέσα στο πλήθος,
μέσα σε στίχους που έφταναν βαθύτερα απ’ όσο υπολόγιζα,
σε ακτές, σε ακρογιάλια, σε περιγιάλια
και στις διαφορές τους που ποτέ δεν συγκράτησα.
Σ’ έβρισκα και σ’ έχανα σχεδόν αμέσως
σαν τον ήλιο που παίζει κρυφτό επί ώρες στο άδειο δωμάτιο
και προσπαθούσα και κλωτσούσα κι έξυνα τους τοίχους να βρω
κι έξυνα το δέρμα να δω-
μήπως, λέω μήπως σε κράταγα στα χέρια μου ολόκληρη,
σε κράταγα στα χέρια μου για πάντα.
Μα γρήγορα και πάντοτε ερχότανε το δείλι
κι έπρεπε για ακόμη μία φορά να πάρω την απόφαση
πως το παιχνίδι έλαβε
μια φοβερή κι οδυνηρή παράταση
κι ίσως, ίσως αν ήμουν τυχερός, ξανά
θα έπαιζα στις πρώτες πρωινές αχτίδες.
Ως απόφοιτη της Κλασικής Φιλολογίας Αθήνας και νυν μεταπτυχιακή της Δημιουργικής γραφής και λογοτεχνίας θα έλεγε κανείς πως η αγάπη για το γράψιμο και το διάβασμα ήταν λίγο-πολύ αναπόφευκτη. Όπως εξίσου αναπόφευκτη ήταν και η συνάντηση μας εδώ.