Με ξέχασες μήπως;
Θυμήσου τις μέρες που φεύγαμε χώρια
άσκοπα λόγια φέρουν μικρόβια
πνίγομαι μές στα καλώδια
Με ξέχασες μήπως;
Θυμήσου τις μέρες που φεύγαμε χώρια
άσκοπα λόγια φέρουν μικρόβια
πνίγομαι μές στα καλώδια
Δε ζήτησα πολλά,
μόνο αν γεράσω,
να υπάρχει ένας άνθρωπος
να πει πως μου πάνε τα γκρίζα”
Δεν επιτρέπεται να πεθάνουμε τώρα
που ο Αύγουστος μας περιμένει να τον ζήσουμε
και όλες οι παραλίες του κόσμου μας περιμένουν να αγαπηθούμε.
Tην απασχολούσε από μικρή το ρήμα «φεύγω». Ίσως γιατί συνήθιζε πάντα να το χρησιμοποιεί στον γ´ ενικό, ενίοτε και στον β´ με ένα απελπισμένο αλλά διακριτικό «μη» μπροστά. Ποτέ στον α’ γιατί πάντα την προλαβαίναν άλλοι.
Σε μια ξαφνική, άναρχη (ή και αναρχική) παρόρμηση αποφάσισα να συνδυάσω τις δυο φαινομενικά βαρετές ασχολίες.
Στο δρόμο προς τη λαϊκή παρατηρώ ένα βρώμικο, μισοχαλασμένο φορτηγάκι. Ξεχαρβαλωμένες πόρτες, φθαρμένα ελαστικά, μονωτική ταινία γύρω από τους καθρέφτες. Μέσα, περιλαμβάνει δεκάδες πανέμορφα μπουκέτα από τριαντάφυλλα.
Θέλω μια εκδρομή των μυστικών
των φανερών και των χαμένων εαυτών
Απέναντι μου ένα ζευγάρι τουρίστες, ξεθεωμένοι, γυρνούν από παραλία λογικά και κοιμούνται στριμωγμένα στα καθίσματα του μετρό κρατώντας τα χέρια τους.
Έλα μαζί μου, καλοκαίριασε, θέλω τόσα να σου δείξω. Ας ξυπνάμε νωρίς, θα σου το κάνω το χατίρι. Θέλω όλα να τα δούμε σαν εξερευνητές αλλοτινοί. Κάθε κρυφό πέρασμα που δώσαν τα φιλιά τους τόσοι και τόσοι. Κι όταν θα φτάνει μεσημέρι θα σου πω "σήκω,...
Όταν τον κοιτάω για πολλή ώρα φοβάμαι πως θα τυφλωθώ από το φως του.