Το μικρόφωνο της αποφώνησης για το ’24 κινηματογραφικά, δίνεται δικαίως σε δύο αηδόνια: στον Στέλιο Καζαντζίδη και τη Μαρία Κάλλας. Η κατάσταση θα μπορούσε να χαρακτηριστεί “Καλλαντζίδης”, κατά το αγαπημένο ποπ “Barbenheimer” του καλοκαιριού του ’23. Ο Κώστας Γιαννακίδης έγραψε ένα εξαίσιο κείμενο σε στυλ what if για τους δυό τους. Τι θα γινόταν αν αυτά τα εξωτικά, εκ διαμέτρου αντίθετα, πτηνά είχαν γνωριστεί και ερωτευτεί. Σας το αφήνω εδώ, από τον λογαριασμό του στο facebook να το απολαύσετε. Μ΄αυτά τα δυό αηδόνια λοιπόν, που πράγματι δεν είχαν γνωριστεί ποτέ, είδαμε και φέτος τον Δεκέμβρη ουρές στα σινεμά.
Έξω απ΄τις αίθουσες ένα ευχάριστο βουητό σχολιασμών και διαφωνιών, κάποιους να σφυράνε, να τους έχει κολλήσει ένα κομμάτι του Στέλιου, μια ωραία ζωηράδα. Η εικόνα αυτή, για κάποιον όχι απαραίτητα σινεφίλ με τη στενή έννοια, εραστή πάντως των ταινιών είναι τόσο χαριτωμένη και ανακουφιστική, ειδικά μετά από χρόνια που το σινεμά δοκιμάστηκε άσχημα. Κρίση του ’09, αφραγκίες, κομμένες οι κινηματογραφικές έξοδοι, ταινίες νοικιασμένες από dvd club. Κάποια χρόνια μετά, σιγά-σιγά το πράγμα άρχισε να ζωηρεύει, για να έρθει να το «δαγκώσει» πάλι δηλητηριωδώς η μακρά περίοδος της πανδημίας και των κατ΄οίκον περιορισμών. Στο μεσοδιάστημα δε, είχαν αρχίσει να ξεπηδάνε και οι συνδρομητικές πλατφόρμες, ήδη από το 2016 με την έλευση του Netflix στην Ελλάδα, οι οποίες σαφώς ήταν μια εξαιρετική προσθήκη για όλους μας, μα καλώς ή κακώς ροκάνισαν ακόμα περισσότερο την προσέλευση του κοινού στο σινεμά.
Οι κινηματογραφικές τρικυμίες
Σήμερα, η Αθήνα μετράει 42 χειμερινές κινηματογραφικές αίθουσες, με μια ηχηρή ακούσια αποχώρηση του ιστορικού «Ιντεάλ» από τη λίστα, αλλά και την ευχάριστη έναρξη λειτουργίας του Cinobo Πατησίων (πρώην Σινε-Αλεξάνδρα). Ο περσινός χειμώνας, καλώς κατα τη γνώμη μου, σημαδεύτηκε από μία μεγάλη κουβέντα γύρω από τη θέση και τον ρόλο του κινηματογράφου, λόγω των ψιθύρων που είχαν ξεκινήσει περί λουκέτων σε ιστορικές αίθουσες (ανάμεσά τους και το Ιντεάλ που δεν τη γλύτωσε) και μετατροπή των κτηρίων σε ξενοδοχεία. Η θέση μου τότε και τώρα είναι ακριβώς η ίδια: το κλείσιμο ενός χώρου πολιτισμού προς άνοιγμα μιας ακόμα υπηρεσίας τουρισμού είναι η εικόνα μας στον καθρέφτη, η άνωθεν έμπρακτη παραδοχή ότι η Ελλάδα είναι ένας τόπος-πέρασμα για μερικές μερούλες αναψυχής κι ανήκει ακριβώς στους περαστικούς της κι όχι στους πολίτες της.
Φυσικά το σινεμά, πέραν από χώρος πολιτισμού είναι και μια κανονικότατη επιχείρηση, κι όπως κάθε επιχείρηση οφείλει να προσαρμόζεται, να αλλάζει, να κάνει ριζοσπαστικές κινήσεις για να «επιβάλλει» την παρουσία της και να εξασφαλίζει τη βιωσιμότητά της. Αυτό στην προκειμένη σημαίνει ένα εκ νέου καλωσόρισμα της φαντασίας από τους ιδιοκτήτες χώρων προβολής. Ταινίες διαλεγμένες με μια συνοχή, δημιουργία αιθουσών-ρεπερτορίου, έξυπνη εναλλαγή ταινιών του καταλόγου ανάλογα με την μέρα και την ώρα, theme-events με βάση τις ταινίες, επαναπροβολή κλασσικών επιτυχιών. Οι άνθρωποι του χώρου, ευτυχώς επέλεξαν να χρησιμοποιήσουν το «ταρακούνημα» που έφεραν τα λουκέτα ως μια ευκαιρία για τέτοιου τύπου αλλαγές, που πράγματι έφεραν τον κόσμο πίσω στις κινηματογραφικές αίθουσες, σε συνδυασμό βέβαια με εξαιρετικές ταινίες που μας χαρίστηκαν τα τελευταία χρόνια.
Ραντεβού θα σου δίνω στα σκαλιά του Εκράν
Το ’24 λοιπόν, μας είδα όλους να πηγαίνουμε σινεμά ξανά με προσμονή και «συνέπεια». Στην δική μου παρέα μέσα στο χειμώνα είχαμε ένα στάνταρ σινεμά τουλάχιστον 2-3 φορές τον μήνα, απογεύματα καθημερινής, συνήθως Τετάρτης. Συζητώντας και παρατηρώντας κατάλαβα ότι δεν ήμασταν οι μόνοι. Είδαμε το εξαίσιο Poor Things, το τρυφερό Perfect Days (εις διπλούν), το «All of us strangers», το «Zone of Interest», το «Goldman Case» και τόσα άλλα που δεν χωρούν φυσικά σε ένα άρθρο, αλλά τους αξίζει ένα επόμενο. Κι η χρονιά κλείνει, όπως ξεκίνησε, με μια μεγάλη επιτυχία. Από το Poor Things με 51.491 εισιτήρια την πρώτη εβδομάδα, στο «Υπάρχω» του Γιώργου Τσεμπερόπουλου, με ρεκόρ εισιτηρίων που έφτασαν τα 194.900 στο ίδιο διάστημα.
Ένα τρίπτυχο ζητάει το σινεμά για να ξανανιώσει: καλές ταινίες, φαντασία, εμάς και την παρέα μας. Το σινεμά είναι ο τόπος του εφηβικού πρώτου ραντεβού, η ευχάριστη διακοπή της συζυγικής ρουτίνας καναπές-ταινία, η τέλεια έξοδος εκείνου που είναι πολύ μεγάλος για να φροντίζει παιδιά αλλά αρκετά νέος για να φροντίζει εγγόνια. Ο μαγικός χώρος με τη μεγάλη οθόνη που κάποτε σα να γίνεται πόρτα μιας άλλης ζωής που δεν ζήσαμε, παρα μόνο για δυό ώρες σ΄αυτή τη σκοτεινή αίθουσα με τα κόκκινα καθίσματα.
Χριστίνα Γιαβάσογλου, 6/1/2025
Το όνομά μου είναι αυτό που διαβάζετε. Σπουδάζω στους Χημικούς Μηχανικούς. Ζω στην Αθήνα και το βιογραφικό μου είναι τόσο μικρό που δεν αξίζει να το παραθέσω. Σκοπός εδώ είναι να πούμε όσα δεν έχουν θέση και (φυσικά) δε χωρούν σε ένα απλό “lunch break”.