Σήμερα γιορτάζει ο Διονύσης Σαββόπουλος, και θα ήθελα ειλικρινά να είμαι πάλι 14 χρονών, να βρίσκομαι μπροστά από μια τηλεόραση και να παίξει ένα αφιέρωμα. Να είμαι 14, να μην έχω σαφή εικόνα ποιος είναι ο Διονύσης Σαββόπουλος, να με μαγέψει, να πάω στο λάπτοπ και να πληκτρολογήσω αυτό το όνομα στο youtube. Να είμαι 14 και ν΄ακούσω για πρώτη φορά τη «Συγκέντρωση της ΕΦΕΕ», το «Μια θάλασσα μικρή», το «Καλοκαίρι», τον «Χρονοποιό», την «Παράγκα», την «Μοναξιά του Αλέξη Ασλάνη». Να βυθιστώ σ΄αυτό το σύμπαν της ευαισθησίας, της εξυπνάδας, της ελαφρότητας, του χιούμορ, που έφτιαξε ο Σαββόπουλος και μας το έδωσε.
Δεν είμαι πια 14, ακόμα όμως εκφεύγει των ορίων λογικής μου, πώς μπορεί κάποιος να «πετάξει» στα σκουπίδια όλο αυτό το σύμπαν στο όνομα-λέει- κάποιας «πολιτικής ταυτότητας».
Είναι αμέτρητες οι φορές που έχω διαφωνήσει ή και τσακωθεί ακόμα για τον Διονύση Σαββόπουλο. Θυμάμαι φέτος το καλοκαίρι στο Φεστιβάλ του Χελμού, να είμαστε σε μια παρέα, χαλαροί, χαρούμενοι και κάποιος ευειδής νεαρός να μου πετάει την ατάκα «Ε, τον Σαββόπουλο δεν τον παρακολουθώ, συμβιβάστηκε». Έγινα έξαλλη, εριστική, έκανα λες και είχαν κακολογήσει δικό μου άνθρωπο. Και τότε ακριβώς κατάλαβα γιατί. Διότι ο Διονύσης Σαββόπουλος είναι ένας εντελώς δικός μας άνθρωπος που όμως δεν πούλησε για χάρη μας την εξαίσια ελευθερία του. Σ΄αυτήν ακριβώς την ελευθερία έγκειται νομίζω και το μυστικό συστατικό της επιτυχίας του. Μην κοροϊδευόμαστε, είναι επιτυχία να είσαι ως καλλιτέχνης (κι ως άνθρωπος) ειλικρινής και να πληρώνεις το «αντίτιμο» γενναία. Είναι επιτυχία και νεότητα μαζί να είσαι στα ογδόντα σου αεικίνητος και να υπάρχουν άνθρωποι που σε λατρεύουν κι άλλοι που δε σε αντέχουν. Το είχε πει και η Μελίνα για τον εαυτό της, με την χαριτωμένη της φιλαρέσκεια : «Εμένα ή μ΄αγαπάνε ή με σιχαίνονται. Δεν πειράζει, μ΄αρέσει!».
Εκείνοι που δεν «συγχωρούν» τον Σαββόπουλο, είναι οι ίδιοι που μούτρωσαν στον Θεοδωράκη όταν έγινε υπουργός της ΝΔ, στον Χατζιδάκι επειδή ήταν αστός με τα όλα του, και-σε κάτι πιο πρόσφατο-στην Σώτη Τριανταφύλλου, για αιχμηρά σημεία της αρθρογραφίας της. Κλείνουν απλώς την πόρτα στη μαγεία του αντικειμένου της τέχνης στο όνομα ενός πράγματος τόσο σακατεμένου και εφήμερου όπως είναι η πολιτική. Ερχόμαστε ολοταχώς στο ίδιο εναγώνιο ερώτημα. Υπέρκειται της ζωής μας η Τέχνη ή η Πολιτική; Και μη μου πείτε ότι και η πολιτική είναι τέχνη, «η τέχνη του εφικτού», διότι θα σας απαντήσω ότι η πολιτική είναι έντεχνη, όσο είναι και η μπανάνα του Κατελάν.
Αν η Τέχνη που εξασκείς έχει μέσα της το λόγο, έχεις μπροστά σου τρεις δρόμους. Ο ένας είναι να βγεις εντελώς έξω απ΄την πολιτική, με νύχια και δόντια. Απόλυτη ουδετερότητα. Εδώ ελλοχεύει ο κίνδυνος ή μάλλον ξεπροβάλλει η βεβαιότητα, ότι θα χάσεις ένα ζωτικότατο κομμάτι της έκφρασης του συλλογικού. Ο δεύτερος είναι-κι αυτόν παρατηρώ πως τον προτιμούν στη χώρα μας- να πέσεις με τα μπούνια προς τη μία ή την άλλη πλευρά. Να πολιτογραφηθείς. Στην Αριστερά συνήθως, γιατί-κακά τα ψέματα- η Αριστερά έχει παράδοση και καλλιέργειας και παιδείας και καλλιτεχνικής αντίληψης. Σ΄αυτή τη περίπτωση βρίσκεις ένα έτοιμο κοινό, το τρέφεις, του πουλάς εκείνο που θέλει ν’ακούσει. Με πολλή προσοχή όμως, διότι η Αριστερά ζητάει θρησκευτική ευλάβεια και προσήλωση, τήρηση γραμμών. Αν τις παραβείς θα έχεις την τύχη του Νιόνιου, καλή ώρα, όταν έβγαλε το «Κούρεμα» που έπαιζε σε άδεια μαγαζιά.
Υπάρχει κι τρίτη οδός, κι εδώ επανερχόμαστε στον Σαββόπουλο. Να έχεις άποψη, να την φιλτράρεις, να έχεις τη δυνατότητα να ελιχθείς στον χώρο των ιδεών, τροποποιώντας και διυλίζοντας χωρίς κρυψώνες ούτε ουδετερότητας, ούτε όμως κομματικών λαβάρων. Ανεξαρτησία λέγεται αυτό κι εξυπνάδα. Σκεφθείτε τι ωραίο είναι να μπορείς να γράψεις με εξωφρενικό, φυσικά, ταλέντο:
«Ο ιερέας χρυσώ κεκοσμημένος,
η κιμωλία, οι συλλαβές, ο δάσκαλος Φωτίου
κι ο στρατιώτης ακίνητος
και μόνο αυτός ο ήχος σημαίας και ιστίου.
Εδώ η μνήμη έχει ένα κενό.
Πώς αποσχηματίσθη αίφνης;
Υπνώθη σε καρέκλα σωματείου
ή πήγε και απετάγη;
Η μνήμη κρυπτοελογοτομήθη.
Πώς σκέπττονται οι άλλοι;
Όπως νομίζουν,
το σκότος δε χρεώνεται αλλού.
Τι φταίνε τώρα οι μαύροι κυβερνώντες,
τα “Κάππα”, τα “ΠΑΣΟΚ” και τα “Νου Δου;”
Εμείς το εμφυσήσαμε το νέφος
που εντός του επωάσθηκαν όλοι αυτοί,
εμείς με τις αιώνιες τις δυσθυμίες μας
με το κενό και με το αμφισβητώ
σαν πετρωμένοι μέσα στο καθιστικό
να ζεις τον θάνατό σου,
για τους άλλους, δεν έχει τέτοιο επάγγελμα εδώ,
δεν έχει πια τραγούδι θεϊκό.»
Και να βάλεις την Ελευθερία Αρβανιτάκη να ψάλλει αυτούς τους στίχους σε ρυθμό βυζαντινό. Να λες στην Ελλάδα «σ΄αγαπώ, ο ρυθμός σου είναι δικός μου, αλλά μ΄αυτά που κάνεις γελάω. Συντοπίτες μου και μ΄εσάς γελάω και με μένα».
Από τον Διονύση Σαββόπουλο, θα μας μείνουν απειράκις σπουδαιότερα πράγματα από τις πολιτικές του τοποθετήσεις. Αναφορικά μ΄αυτές, οι μέλλοντες καλλιτέχνες, γραφιάδες, μουσικοί, ας κρατήσουν μόνο την αποφασιστικότητα με την οποία ο Σαββόπουλος άφησε πίσω τα κελεύσματα του κοινού του, ξέροντας ότι πιθανώς θα το χάσει, για να μείνει πιστός στην φλόγα μιας αλήθειας που μονάχα η τέχνη ξέρει να κρατάει ζωντανή.
Ο τροβαδούρος μας αφήνει δώρο τραγουδισμένη τη ζωή μας. Φέτος στο Ηρώδειο επί τρεις ώρες δε μπορούσα να πάρω τα μάτια μου απ΄τη σκηνή. Πάλι τους στίχους του σκεφτόμουν για να βάλω σε λόγια αυτό που έβλεπα: «Τι φως, τι τρυφεράδα…». Εκείνοι, σκεφτόμουν, που δεν τον «πάνε», αν ιδεοληψία τους τούς άφηνε να βρεθούν απόψε εδώ, με ματάκια υγρά θα κοιτούσαν θαμπωμένοι. Όπως όλοι μας.
Χρόνια πολλά λοιπόν στην τραγουδισμένη ευαισθησία μας.
Χρόνια πολλά στην τραγουδισμένη «αιώνια δυσθυμία» μας.
Χρόνια πολλά σ΄αυτούς που είναι δικοί μας χωρίς να μας χαρίζουν την ελευθερία τους.
Χρόνια πολλά κύριε Σαββόπουλε!
Χριστίνα Γιαβάσογλου, 2/12/2024
Το όνομά μου είναι αυτό που διαβάζετε. Σπουδάζω στους Χημικούς Μηχανικούς. Ζω στην Αθήνα και το βιογραφικό μου είναι τόσο μικρό που δεν αξίζει να το παραθέσω. Σκοπός εδώ είναι να πούμε όσα δεν έχουν θέση και (φυσικά) δε χωρούν σε ένα απλό “lunch break”.