Του Θεόδωρου Γρηγοριάδη
Δημοσιεύτηκε στα ΝΕΑ, βιβλιοδρόμιο, 9 Ιανουαρίου 2010
Το πρώτο μυθιστόρημα του Τζούνο Ντίαζ, γεννημένου το 1969 στην Δομνικανή Δημοκρατία και μεγαλωμένου στο Νιού Τζέρσι, είναι το ίδιο θαυμαστό με την ζωή του μοναχικού του ήρωα, μόνον που η δική του καριέρα ως συγγραφέα προμηνύεται κάθε άλλο παρά σύντομη. Ο Αμερικανο-Δομινικανός, Όσκαρ Γουάο μεγαλώνει στο Νιού Τζέρσι και είναι ένα υπέρβαρο, ατσούμπαλο αγόρι, ένα έκτρωμα, μια πρόκληση να τον κοροϊδέψεις, όπως και γίνεται σε κάθε στάδιο της σύντομης ζωής του. Χωρίς φίλους, με εμμονές για τα κορίτσια που ερωτεύεται κατά φαντασία και ποτέ καμία τους δεν ανταποκρίνεται, ζει μέσα στον δικό του κόσμο που δεν είναι παρά μια προέκταση της εικονικής-φανταστικής πραγματικότητας που απορρέει από τα διαβάσματα της φανταστικής λογοτεχνίας, των κόμικ και των παιγνιδιών ρόλων στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Ο Όσκαρ έχει και μια μικρότερη αδελφή, την Λόλα, ένα φρικιό που συνεχώς δραπετεύει από το σπίτι και αναγκάζει την καρκινοπαθή μάνα της να την στείλει πίσω στην χώρα της Καραϊβικής, στην «γιαγιά» της, για να συμμαζευτεί. Η μάνα, η Μπελίσια Δε Λεόν, πρώην Λατίνα καλλονή, μάχεται ενάντια στην αρρώστια, στην σκληρή καθημερινότητα και το βίαιο παρελθόν της. Κάποτε, ήταν κι εκείνη μια όμορφη κοπέλα στον ʼγιο Δομίνικο, όμως δεν γνώρισε ποτέ τους γονείς της αφού τους εξόντωσε ο αδυσώπητος δικτάτορας Τραχίγιο, για ασήμαντη αφορμή. Την μεγάλωσε σαν μάνα η Ίνκα, μια πρώτη ξαδέλφη του γιατρού πατέρα της, τρέχοντας ξοπίσω της και πίσω από τις ερωτικές της περιπέτειες που την ανάγκασαν να φύγει καταδαρμένη στην ανατολική ακτή της Αμερικής.
Ο αφηγητής του μυθιστορήματος είναι ο Γιούνι, το alter ego του Τζούνο Ντίαζ, ο οποίος κάποια στιγμή, συναντάει τον Όσκαρ στο κολέγιο και αφού τα φτιάχνει με την αδελφή του, αποφασίζει να συγκατοικήσει μαζί του, επειδή τον λυπάται και επειδή υποσχέθηκε στην Λόλα να τον προστατεύει. Ο Γιούνι είναι κι αυτός Λατίνος, αλλά το αντίθετο του Όσκαρ. Έχει όσες κοπέλες επιθυμεί, παρακολουθεί μαθήματα δημιουργικής γραφής και έχει βάλει στόχο να γράψει ένα βιβλίο όπου θα περιγράφει τις περιπέτειες του Όσκαρ και της πατρίδας τους, καταγγέλλοντας το στυγερό καθεστώς Τρουχίγιο από το οποίο λίγοι άνθρωποι έμειναν ανέγγιχτοι. «Όμως οι Δε Λεόν, όπως αποδείχτηκε δεν ήταν μια οικογένεια από την οποία μπορούσες να απαλλαγείς εύκολα». Ο Γιούνι συμπαθεί τον παρθένο Όσκαρ, εκτιμάει το γεγονός ότι θέλει να γίνει ο «Δομινικανός Τόλκιεν», υιοθετεί χαρακτηρισμούς και καταστάσεις από τα βιβλία του φανταστικού που διαβάζει ο Όσκαρ, αυτός που «ήξερε σε τι μεταλλασσόταν: στο χειρότερο είδος ανθρώπου που κατοικούσε στον πλανήτη, έναν πικραμένο μαμούχαλο».
Ωστόσο ένας αληθινός έρωτας θα προσγειώσει τον Όσκαρ στο νησί της καταγωγής του με απρόβλεπτες συνέπειες για την ζωή του. Το μυθιστόρημα χωρίζεται σε επτά μεγάλα κεφάλαια όπου εξελίσσονται και εναλλάσσονται οι ιστορίες του Όσκαρ, του Γιούνι και της Λόλας στα τελευταία τριάντα χρόνια και της Μπελίσια, την δεκαετία του πενήντα στον Δομίνικο. Η εξιστόρηση δεν γίνεται γραμμική. Ο τόνος του συγγραφέα είναι απίστευτα ζωντανός, δυναμικός, οργισμένος, σαν ένα ραπ παραλήρημα που πατάει-από τη μια- στην γλώσσα του δρόμου, την ιδιωματική γλώσσα Spanglish, των Λατίνων που μιλάνε Αμερικάνικα και από την άλλη στην σπουδαγμένη λογοτεχνία. Η προσωπική ιστοριογραφία του Γιούνι ενώνεται με την οικογενειακή ιστορία των Δε Λεόν και όλες μαζί με την ιστορία του νησιού, φτάνοντας μέχρι την πρώτη γενοκτονία του λαού από τους Ισπανούς κατακτητές.
Ενώ η αφήγησή του χρησιμοποιεί το φανταστικό ως ένα γλωσσικό εργαλείο και αφηγηματικό μέσο, οι διάσπαρτες σημειώσεις με μικρότερους χαρακτήρες, στο κάτω μέρος των σελίδων, παραπέμπουν στα αληθινά συμβάντα της Ιστορίας, ξεπερνώντας σε βαρύτητα την μυθοπλασία. Σε ένα άλλο μυθιστόρημα, η παράθεση τόσων συμπαγών σημειώσεων θα κούραζε τον αναγνώστη αλλά, όπως ήταν και η πρόθεση του Ντίαζ, τις διαβάζεις προσεκτικά, γιατί ανακαλύπτεις μιαν γεωγραφική επικράτεια και μια πτυχή της ιστορίας του κόσμου που ακόμη και οι, εμπλεκόμενοι -πολιτικά- Αμερικανοί, την αγνοούν, ποσώς μάλιστα οι αναγνώστες σε άλλες γωνιές του κόσμου. Ο Ντίαζ δεν διστάζει να διαμαρτυρηθεί για τον Βάργκας Λιόσα που στην «Γιορτή του τράγου» παρουσίασε συμπαθή τον αιμοσταγή Μπαλαγκέρ, τσιράκι του Τραχίγιο. Ειρωνεύεται μια νεαρή πόρνη που δηλώνει ότι «ο Πάουλο Κοέλιο μου έσωσε τη ζωή» δείχνοντάς του ένα βιβλίο, κοντράρει ακόμη και τους εκ του ασφαλούς ράπερ της δισκογραφίας. Γενικά όμως, όσο άτολμος και αντικοινωνικός είναι ο Όσκαρ, τόσο εναργής και έξυπνος είναι ο συγγραφέας που ανέλαβε να διασώσει την μνήμη του.
Η «σύντομη θαυμαστή ζωή» έχει πάρει το βραβείο Πούλιτζερ 2008, πράγμα σπάνιο για έναν συγγραφέα γεννημένο το 1968. Ο Τζούνο Ντίαζ, που έφτασε στην Αμερική μόλις το 1974, πρωτοεμφανίστηκε με την συλλογή διηγημάτων «Drown» (1996), όπου εκεί ξεχώριζε και ο χαρακτήρας του Γιούνι. Το 1999, το New Yorker, τον συμπεριέλαβε στους 20 κορυφαίους συγγραφείς του 20ου αιώνα μαζί με τον Τζόνοθαν Φράνζεν, τον Τζέφρει Ευγενίδης, την Τζούμπα Λαχίρι και τον πρόσφατα χαμένο Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας. Ξεφυλλίζοντας το συλλεκτικό τεύχος διαβάζουμε στο βιογραφικό του ότι δούλευε τότε το πρώτο του μυθιστόρημα. Στο μεταξύ η φήμη του Ντίαζ εδραιωνόταν με δημοσιεύσεις διηγημάτων στα λογοτεχνικά περιοδικά ενώ ζούσε διδάσκοντας δημιουργική γραφή. Το πόσο διαβασμένος και καλός δάσκαλος είναι, φαίνεται στο μυθιστόρημα. Τόση σκληρότητα και βία, τόσος κοινωνικός σπαραγμός δοσμένα με ανάλαφρη διάθεση και σε μια απολαυστική γλώσσα που μετέφερε στα ελληνικά ο Αλέξανδρος Καλοφωλιάς. Η καινούργια γενιά των Αμερικανών συγγραφέων ετοιμάζεται να διαδεχθεί την παλιότερη. Ανάμεσά τους συγγραφείς, παιδιά εμιγκρέδων, όπως ο Ντίαζ, που ενσωματώθηκαν στον Νέο Κόσμο, υιοθέτησαν την καινούργια γλώσσα, την εμπλούτισαν, διάβασαν τους κλασικούς συγγραφείς, αγάπησαν όλα τα είδη της λογοτεχνίας και σχεδιάζουν μια λογοτεχνία που, από τον δρόμο και την κοινωνία, περνάει στο όνειρο και ακόμη παραπέρα: στον επόμενο πλανήτη για να ευφρανθεί και η ψυχούλα του Όσκαρ Γουάο.
Πηγή: serrelib