Για τον κάθε άνθρωπο που διαβάζει βιβλία ως μέρος της ζωής του, υπάρχει πάντα ένα βιβλίο που έφτασε στα χέρια του και τον έκανε αναγνώστη. Εκείνο το βιβλίο που του αποκάλυψε ότι η λογοτεχνία είναι ένας τρόπος να ζεις παραπάνω ζωές, δύο και τρεις. Κι είναι ακόμα ο φίλος εκείνος που κάποια στιγμή θα βάλει το χέρι σου πάνω απ΄το σωστό κομμάτι του παζλ που λέγεται “καθημερινότητα”. Είναι τα βιβλία-κλειδούχοι, που σου δίνουν πρόσβαση και σε πολιτογραφούν στο σύμπαν των ιστοριών. Όλοι έχουμε ένα τέτοιο, σκεφθείτε το δικό σας.
Ο δικός μου κλειδούχος ήταν το υπέροχο “Γράμμα σε ένα παιδί που δεν γεννήθηκε ποτέ” της Φαλάτσι. Ένας εξομολογητικός μονόλογος της ηρωίδας της Φαλάτσι (ή και της ίδιας κατά πολλούς), με όλες τις πυκνές σκέψεις για το πόσο αξίζει να έρθει ένα πλάσμα στη ζωή και τι είναι τούτη η ζωή που θα αντικρύσει. Δε θυμάμαι πόσων χρονών ήμουν-μικρή πάντως, 12; 13;- όταν η γιαγιά μου μού πάσαρε αυτό το βιβλίο. Ήμασταν στο καλοκαιρινό της σπίτι, έψαχνα διακαώς κάτι να διαβάσω, για να περάσει το απόγευμα. Απορώ ακόμα πώς της ήρθε να μου δώσει το συγκεκριμένο, αναλογιζόμενη την ηλικία μου, την ευγνωμονώ πάντως. Ιδέα δεν είχα τότε τι είναι η Φαλάτσι- την οποία αργότερα έψαξα και θαύμασα τρελά-απλώς άρχισα να διαβάζω. Ήταν η πρώτη φορά που βυθίστηκα μέσα σε ένα βιβλίο, που έμεινα ξύπνια για να το τελειώσω μέσα σε μιά μέρα. Είχα μαγευτεί.
Όταν μετακόμισα απ΄το πατρικό μου κάπου χάθηκε το βιβλιαράκι. Το έψαχνα χρόνια, ήταν εξαντλημένο. Το βρήκα πάλι προ ημερών σε ένα παλαιοβιβλιοπωλείο, το κοίταγα λες και κάποιος το είχε φέρει στην Αθήνα από το παιδικό μου δωμάτιο, είχα ένα βλακώδες χαμόγελο διαρκείας, ένιωσα-χωρίς υπερβολή-αγαλλίαση. Ήμουν όρθια μπροστά σε στίβες βιβλίων στην Ιπποκράτους και διάβαζα πάλι την πρώτη σελίδα. Πέρασε δίπλα μου μια μαμά με την κορούλα της-πόσο ταιριαστό- και μου λέει “Υπέροχο!”, πιάσαμε την κουβέντα, της εξήγησα το μικρό μου story. “Προχώ η γιαγιά σου! Θα περιμένω να μεγαλώσει λίγο το κορίτσι και θα το δώσω και σ΄εκείνη” μου λέει και χαμογελάει μια σε μένα, μια στην κορούλα της.
Ίσως κι εκείνη κάποτε, πριν κάνει παιδί, τα σκέφθηκε όλα αυτά που γράφει η Φαλάτσι. Έχω μιλήσει με πολλά κορίτσια μικρά και μεγάλα που έχουν το ίδιο εναγώνιο ερώτημα “Αξίζει να φέρω κάποιον σ΄αυτό το κόσμο;”. Η προσωπική μου άποψη στο θέμα είναι συμπαγής από πάντα: Ο κόσμος είναι ένα ζουμερό φρούτο, όχι ένας δηλητηριώδης καρπός, κι αξίζει να τον δαγκώσεις, να τρέξουν τα ζουμιά του, να λερωθείς, να σου πέσει κάποτε βαρύς, μα εν τέλει να σε χορτάσει. Οπότε ναι, όσοι περισσότεροι είμαστε οι κοινωνοί αυτού του κόσμου, τόσο σπουδαιότερο το πάρτυ. Στο βιβλίο πάντως η αφηγήτρια περνάει σε roller coaster κι απ΄τις δύο προσεγγίσεις, με σκέψεις απολαυστικές, συνειδητοποιήσεις βαρβάτες και γλώσσα που περνάει κάποτε τα όρια της πεζογραφίας και γίνεται ποίηση.
Το βιβλίο που επαναπατρίστηκε στη βιβλιοθήκη μου, έχει και κάτι άλλο ξεχωριστό. Ήταν κάποτε δώρο του άγνωστου “Μάκη”, με τα ωραία του γράμματα, ίσως σε κάποιο κορίτσι. Της έχει γράψει στην πρώτη σελίδα την “Πιο όμορφη θάλασσα” του Χικμέτ. Ήταν άραγε το κορίτσι του; Σκέφτονταν να κάνουν παιδί; Έχασαν παιδάκι και την παρηγορεί πως “το πιο όμορφο παιδί δεν γεννήθηκε ακόμη”; Δεν θα το μάθω ποτέ. Αυτή είναι και η μαγεία των μεταχειρισμένων βιβλίων, ότι φέρουν ορισμένες φορές μια ιστορία-μπόνους, αληθινή, πέραν της μυθοπλασίας που θα διαβάσεις.
Πολλά έγραψα, ανοίγω πάλι τον κλειδούχο μου…
“…Εδώ έξω, αντίθετα θα έχεις χίλια αφεντικά. Κι εγώ θα είμαι το πρώτο αφεντικό σου, μια και θα σου επιβάλω, άθελά μου και δίχως καν να το συνειδητοποιώ, εκείνα που για μένα είναι σωστά, αλλά όχι και για σένα. Να, ας πούμε, αυτά τα όμορφα παπουτσάκια. Εγώ τα βρίσκω ωραία, εσύ όμως; Θα φωνάξεις, θα ουρλιάξεις, όταν θα σου τα φορέσω. Θα σου φέρουν απόγνωση, είμαι βέβαιη. Μα εγώ, έτσι κι αλλιώς, θα στα φορέσω, επιμένοντας ότι δίχως αυτά θα κρυολογήσεις. Κι εσύ σιγά-σιγά, θα συνηθίσεις. Δαμασμένο θα φτάσεις στο σημείο να υποφέρεις όταν δεν θα τα φοράς. Και αυτή θά’ναι η αρχή μιας ατέλειωτης αλυσίδας καταναγκασμών. Κι εμένα θα με θεωρείς τον πρώτο κρίκο της, μια που δε θα μπορείς να ζήσεις χωρίς τη βοήθειά μου. Εμένα που θα σε θρέφω, εμένα που θα σε ντύνω, εμένα που θα σε πλένω, εμένα που θα σε παίρνω στην αγκαλιά μου. Έπειτα θ’ αρχίσεις να περπατάς μόνο σου, να τρως μόνο σου, ν’ αποφασίζεις μόνο σου που θα πας και πότε θα πλυθείς. Τότε θα ξεπηδήσουν νέοι καταναγκασμοί. Οι συμβουλές μου. Οι διδασκαλίες μου. Οι παραινέσεις μου. Ο ίδιος σου ο φόβος μήπως με κάνεις να πονέσω, αν πράξεις διαφορετικά από ό,τι σε δίδαξα. Και θα σου φανεί ατέλειωτος ο καιρός, ώσπου να σ’ αφήσω να φύγεις, σαν τα πουλιά που τα διώχνουν από τη φωλιά οι γονείς τους μόλις μάθουν να πετάνε. Μα θα έρθει επιτέλους η στιγμή που θα σ’ αφήσω να φύγεις, να διασχίσεις μόνο σου το δρόμο, με κόκκινο φως. Και μάλιστα θα σε σπρώξω. Χωρίς η πράξη μου ν’ αυξήσει την ελευθερία σου, μια και θα σε δένει μαζί μου η σκλαβιά της τρυφερότητάς μου, η σκλαβιά της μεταμέλειάς σου. Είναι αυτό που ονομάζεται καμιά φορά σκλαβιά της οικογένειας.”
Απόσπασμα απ΄το βιβλίο
Χριστίνα Γιαβάσογλου, 17/10/2024
Το όνομά μου είναι αυτό που διαβάζετε. Σπουδάζω στους Χημικούς Μηχανικούς. Ζω στην Αθήνα και το βιογραφικό μου είναι τόσο μικρό που δεν αξίζει να το παραθέσω. Σκοπός εδώ είναι να πούμε όσα δεν έχουν θέση και (φυσικά) δε χωρούν σε ένα απλό “lunch break”.