Μυθιστόρημα του Jean-Michel Guenassia
Το διάβασα με πιο αργούς ρυθμούς από τους συνηθισμένους μου, δεν το καταβρόχθισα όπως συνηθίζω να κάνω με τα βιβλία που μου αρέσουν. Το βιβλίο αυτό το διάβασα σιγά- σιγά, ευλαβικά, σε μια προσπάθεια να κρατήσει όσες περισσότερες μέρες γινόταν.
Το βιβλίο αυτό μιλάει για την εφηβεία όπως τη βίωσε ο Μισέλ Μαρινί στη Γαλλία του 1960, με τον πόλεμο της Αλγερίας να σημαδεύει τη μοίρα της οικογένειας του και τις πολιτικές εξελίξεις στην Ευρώπη να είναι ραγδαίες. Ο Μισέλ μεγάλωσε σε μια φαινομενικά ιδανική οικογένεια, όμως οι ταξικές και ιδεολογικές διαφορές ανάμεσα στον πατέρα και τη μητέρα του δεν κατάφεραν ποτέ να ξεπεραστούν. Παθιασμένος με τη λογοτεχνία, το ροκ-εν-ρολ και τη φωτογραφία, ψάχνει τρόπους για να εκφραστεί και να προσδιορίσει τον εαυτό του. Στο δρόμο του θα συναντήσει τη Λέσχη, μια σκακιστική λέσχη η οποία απαρτίζεται σχεδόν αποκλειστικά από πολιτικούς πρόσφυγες προερχόμενους από κομμουνιστικές χώρες, οι οποίοι πρόδωσαν τα ιδανικά και τα πιστεύω τους και άφησαν πίσω τις οικογένειες τους, για πάντα. Παρά το μικρό της ηλικίας του, κάτι μαγνητίζει το Μισέλ σε αυτούς τους ανθρώπους, και έτσι εκείνοι γίνονται η καθημερινή του συντροφιά. Δίπλα στους φίλους του, και ακούγοντας τις ιστορίες τους, ο Μισέλ μυείται στη ζωή, στις αντιφάσεις της, στην πίκρα αλλά και τη γλύκα της, τα ιδανικά, τον έρωτα. Και φυσικά στο σκάκι.
«Ήρθαν πάλι στο νου μου η Καμίγ, η Σεσίλ, ο Πιερ και ο Φρανκ. Η σχέση μου με όλους αυτούς έπρεπε να έχει κρατήσει για πάντα, για δεκαετίες, να είχε γεννήσει έρωτες και χωρισμούς, ζωές ολόκληρες, παιδιά. Όλα είχαν γίνει στάχτη.»
Ο μικρός Μισέλ μας παίρνει από το χέρι και μας γυρίζει στους δρόμους και στις γειτονιές του Παρισιού, στα μπιστρό και στους κήπους του Λουξεμβούργου. Καθώς περνούν τα χρόνια με συγκίνηση τον παρακολουθούμε να ενηλικιώνεται, να αγαπά με αφοσίωση, να ερωτεύεται και να αποχωρίζεται. Και δυστυχώς, να αποχωρίζεται συχνά.