Είναι το τέταρτο από τα δεκαοχτώ νουάρ μυθιστορήματα του Ramon Diaz Eterovic στο οποίο ο ντεντέκτιβ Ερέδια παίρνει το ρόλο του πρωταγωνιστή και του αφηγητή: Ιδεολόγος, ρομαντικός, βαθιά αντικαθεστωτικός και απογοητευμένος από την αδικία που διαποτίζει την κοινωνία της Χιλής τα χρόνια μετά την πτώση της δικτατορίας του Πινοσέτ. Αυτή τη φορά ο θάνατος μιας παλιάς αγαπημένης του, της Φερνάντα, σε συνδυασμό με το φλογερό πάθος του για τη δικαιοσύνη και με μια μικρή δόση άγνοιας κινδύνου, τον οδηγούν σε μια υπόθεση σκοτεινή και επικύνδινη. Διεθνές εμπόριο όπλων, πολεμική βιομηχανία, κατασκευή παράνομων οπλικών συστημάτων: ένας βούρκος αποτελούμενος από διεφθαρμένους αστυνομικούς, παρακρατικές ομάδες, επιχειρήσεις-βιτρίνα και ανθρώπους της κυβέρνησης του Πινοσέτ, ένα περιβάλλον άκρως ακατάλληλο και επικύνδινο για έναν μοναχικό ντεντέκτιβ.
Ο Ερέδια όμως, εθισμένος στο αλκοόλ, το τσιγάρο και τις μνήμες του, νιώθει πως πλέον δεν έχει τίποτα να χάσει. Περιπλανώμενος στους βρώμικους δρόμους του Σαντιάγο, με τη βοήθεια του επιστήθιου φίλου του Σολίς, προσπαθεί να φτάσει στα χνάρια των πραγματικών ενόχων για τη δολοφονία της φίλης του, κι ας γνωρίζει καλά πως σε αυτή τη χώρα οι ένοχοι ποτέ δεν τιμωρούνται. Αυτή τη φορά όμως, τα πράγματα εξελίσσονται διαφορετικά: η άφιξη της Γκρισέτας στη ζωή του απαλύνει τις εμμονές του με το παρελθόν, τον απελευθερώνει από τα δεσμά της μνήμης και της μοναξιάς του και για πρώτη φορά μετά από χρόνια, έχει πλέον κάτι που φοβάται μην χάσει.
Εκτός από την αστυνομική πλοκή του μυθιστορήματος, τεράστιο ενδιαφέρον έχουν τα ζητήματα που επιλέγει να θίξει ο Ετέροβιτς μέσα από αυτό. Πρόκειται για ένα βαθιά κοινωνικοπολιτικό έργο το οποίο περιγράφει την πραγματική εικόνα του Σαντιάγο τα χρόνια μετά τη δικτατορία: Μία πόλη βουτηγμένη στη διαφθορά, την αδικία, τη φτώχια και τη βία, καλυμμένη με έναν κάλπικο μανδύα δημοκρατίας και ασφάλειας. O Ετέροβιτς με την απλή και συνάμα αφοπλιστική γραφή του, συνθέτει ένα μυθιστόρημα ατμοσφαιρικό, σε κάνει να δεθείς με τους χαρακτήρες του και εν τέλει δε σου επιτρέπει να το αφήσεις από τα χέρια σου μέχρι να φτάσεις στην τελευταία σελίδα.
