Τα τέσσερα στοιχεία της φύσης βάσει της θεωρίας του Εμπεδοκλή είναι η γη, ο αέρας, η φωτιά και το νερό. Αυτά τα στοιχεία αντιπροσωπεύονται από την ξηρασία, το κρύο, την ζέστη και την υγρασία αντίστοιχα. Βάσει της Ιπποκρατικής θεωρίας για τους χυμούς του σώματος, οι αρχαίοι πίστευαν πως στο σώμα υπάρχουν τεσσάρων ειδών γεύσεις, όπως και στην γη. Το όξινο αντιπροσωπεύει την μελαγχολία, το οποίο είναι ψυχρό (αέρας) και ξηρό (γη). Η λέξη μελαγχολία προέρχεται από την έννοια της μέλανος χολής, δηλαδή μαύρης χολής. Η μαύρη χολή κατά τους αρχαίους συσχετιζόταν με την θλίψη.
Οι καταστάσεις μελαγχολίας, πολλές φορές συνδυάζονται με μανιακόμορφες περιόδους και συμπτώματα. Εντός αυτού του φάσματος, η θλίψη, η ενοχή και οι αυτομομφές είναι αισθήσεις που μας γειώνουν, μας φέρνουν αντιμέτωπους με μία μερικώς διαστρεβλωμένη προς το αρνητικό όψη της πραγματικότητας, μας «ξεραίνουν» από τους χυμούς της ζωής, σαν ένα απότιστο λουλούδι που βρίσκεται μόνιμα κάτω από την τέντα του μπαλκονιού μας, δίχως ήλιο, δίχως νερό. Από την άλλη, μανιακόμορφες καταστάσεις ενδέχεται να μας δώσουν την αίσθηση της ανύψωσης (άερας-ψυχρό). Μη πατώντας καθόλου στην πραγματικότητα, στη γη βρισκόμαστε σε μία κατάσταση μόνιμης έκστασης (εκτός εαυτού) αιωρούμενοι. Όντας αιωρούμενοι μπορεί να νίωσουμε ευφορία και παντοδυναμία, όμως αυτό έχει το τίμημά του. Οι σχέσεις με τα αντικείμενα χάνονται, καθώς οι υπόλοιποι άνθρωποι δεν βρίσκονται στο αέρα. Απολαμβάνουμε μόνοι μας έναν φαντασιακό παράδεισο, χωρίς να μπορούμε να τον μοιραστούμε με κάποιον άλλον πέρα από τον εαυτό μας. Ίσως, η μεσότητα, αριστοτελική έννοια, να βρίσκεται πιο κοντά στην ικανοποίηση και στη σύνδεση με τους άλλους ανθρώπους. Μικρές επισκέψεις στον ουρανό, με τα μάτια πάντα στραμμένα προς τη γη.
Τα φτερά μας, μπορεί να είναι φανταχτερά, χρωματιστά και εκθαμβωτικά. Αλλά δεν μπορούμε να τα μοιραστούμε. Η γη, όσο και αν συνδέεται με την πραγματικότητα και τις καθημερινές υποχρεώσεις που αυτή εγκυμονεί, μας επιτρέπει να περπατάμε, να στεκόμαστε όρθιοι και να συναντιόμαστε με τους άλλους. Και όταν μας ρουφάει μέσα της, στα χώματά της, εκεί που βρίσκονται οι ρίζες των φυτών της, μας καλεί να εξερευνήσουμε τις δικές μας ρίζες. Από εκεί μπορούμε να ανέβουμε προς τα πάνω, προς την επιφάνεια. Όταν βρισκόμαστε μόνιμα στον αέρα, όσο ευχάριστο και να είναι, δεν μπορούμε να ανέβουμε κι άλλο, γιατί τότε δεν θα έχουμε οξυγόνο. Η εναλλακτική πορεία είναι η κάθοδος. Και οι δύο κατευθύνσεις, πάνω ή κάτω, οδηγούν πάντως σε έναν προορισμό. Στους ανθρώπους μας.