Ένα βράδυ των διακοπών του Πάσχα, ξύπνησα από ένα φρικτά αγχωτικό όνειρο. Βρισκόμουν σε μία τάξη δημοτικού, χαμηλά θρανία, χαμηλές καρέκλες, ο Ιησούς με βλέμμα συμπονετικό επόπτευε πάνω από τον άσπρο πίνακα, στους τοίχους υπήρχαν πολύχρωμα χαρτόνια με εργασίες που μάλλον είχαν προέλθει από χέρι μάνας κι όχι μαθητή. Έδινα πανελλήνιες, στο μάθημα της Έκθεσης. Μία κυρία ήρθε και μας μοίρασε τα θέματα. Ήταν ένα μεγάλο φυλλάδιο εργασίας Γλώσσας, με ύλη Ε’δημοτικού. Οι ασκήσεις ήταν απλούστατες: συμπλήρωση καταλήξεων σε ρήματα και επίθετα, συλλαβισμός, άντε και συντακτικό απλών προτάσεων. Ξεκίνησα, στον ύπνο μου, να γράφω αλλαφιασμένη, πάνω-πάνω στην κόλλα έγραφε σαφώς «Διάρκεια: 1.5 ώρα». Κι εκεί που νόμιζα πως τα πηγαίνω περίφημα, συνειδητοποιώ πως μου έχουν απομείνει 5 λεπτά, και δεν έχω δει την τελευταία σελίδα του διαγωνίσματος, που δεν ήταν άλλη από την παραγωγή λόγου, με θέμα «Πώς περάσατε τις καλοκαιρινές διακοπές». Βραχυκύκλωσα. Οι σκέψεις που πέρασαν από το μυαλό μου ήταν οι εξής, και τις παραθέτω γιατί τις θεωρώ εξαιρετικά διαφωτιστικές: «Παναγία μου! Θα γράψω 10/20!» «Τι θα πω στους γονείς μου; Το βρήκα! Θα τους πω ότι τα θέματα ήταν πάρα πολλά και δεν προλαβαίναμε!» «Μα όχι! Δεν μπορώ να το πω αυτό! Τα θέματα βγαίνουν στο μεσημεριανό δελτίο, κι οι γονείς μου είναι δάσκαλοι, θα δουν πόσο απλά ήταν!» «Ωραία, δεν θα το ξαναπεράσω αυτό, ό,τι έγινε-έγινε. Θα πιάσω μια δουλειά και θα φύγω από την πόλη μου, αλλά πανελλήνιες δε ξαναδίνω!». Όσο σκεφτόμουν, εντός ονείρου πάντα, τι damage control θα κάνω, ένα ξανθό αγοράκι ήταν πάνω απ΄το θρανίο μου και μου ζητούσε εντόνως να σηκωθώ, για να κάτσει εκείνο να γράψει το διαγώνισμά του, η ώρα μου είχε τελειώσει.
Ξύπνησα σε κατάσταση alert. Μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα σιγουρεύτηκα ότι έχω δώσει πανελλήνιες, έχω γράψει ένα τίμιο 17.5 στην Έκθεση, έχω περάσει στην πρώτη μου επιλογή, ήδη πεντέμισι χρόνια τώρα, και κανένα αγοράκι δε με πιέζει να σηκωθώ απ΄τη θέση μου. Αυτό το όνειρο, το εντελώς ετεροχρονισμένο, φωτίζει νομίζω ένα μεγάλο φάσμα του άγχους των πανελλαδικών. Όσο πλησιάζουν οι μέρες, νιώθεις ότι και θέματα δημοτικού να σου βάλουν θα αποτύχεις, θα κολλήσεις σε μια μετατροπή μονάδων ή σε ένα βασικό συντακτικό κανόνα. Κι ύστερα, αν αποτύχεις τι θα πουν οι δικοί σου, τι θα πει ο δάσκαλός σου ο αγαπημένος που σε είχε για αστέρι, τι θα πεις εσύ ο ίδιος στον εαυτό σου που διαβάζεις ένα χρόνο (και παραπάνω) μανιακά; Η λέξη «αποτυχία» έχει πάρει στο μυαλό σου διαστάσεις και μορφή τερατώδη. Όλα αυτά συμβαίνουν ενώ επί 12 χρόνια βασικά εξετάζεσαι κι υποτίθεται έχεις πάρει το κολάι. Αρχής γενομένης απ΄το δημοτικό, κάθε μήνας σχεδόν της ζωής σου περιλαμβάνει κι ένα τεστ. Οι μήνες περνάνε, εσύ ψηλώνεις και τα τεστ δυσκολεύουν, μέχρι την ημέρα της «μητέρας των μαχών».
Οι πανελλήνιες, είναι ένας θεσμός αν μη τι άλλο αξιοκρατικός, γεγονός για τη χώρα πρωτόγνωρο και άξιο λόγου. Βεβαίως, εδώ δε μπορώ να μην αναφέρω και την ταξικότητα που υπάρχει ακόμα και σχετικά με τις Πανελλαδικές, καθώς δίχως ενισχυτική διδασκαλία, φροντιστήρια, ιδιαίτερα, αδρά πληρωμένα, η επιτυχία στις «πρωτοκλασσάτες» σχολές απαιτεί από τον μαθητή υπέρμετρη ενεργειακή προσφορά, κι οι γονείς εννοείται προτιμούν από το να υποβάλλουν τα παιδιά τους σ΄αυτή τη δοκιμασία να «κόψουν» λεφτά από κάπου αλλού. Το ζήτημα όμως με τις πανελλαδικές, και με το γενικότερο εξετασιοκεντρικό σύστημα που εφαρμόζουμε στην Ελλάδα είναι πως ποτίζουν τα παιδιά με μικρές, μα συνεχείς δόσεις άγχους, στις πιο χαριτωμένες κιόλας ηλικίες τους. Μπαίνεις διαρκώς σε μια διαδικασία κριτικής, επιτυχίας και αποτυχίας. «Ε, αυτή είναι και η ζωή» θα μου πείτε, και θα συμφωνήσω. Το σχολείο όμως δεν είναι η ζωή, είναι ένα preparatoire, για να μπορέσεις να διαχειριστείς τη ζωή όσο το δυνατόν καλύτερα γίνεται.
Ας θέσουμε λοιπόν το ερώτημα: το σχολείο, κι ειδικά το ελληνικό σχολείο, σε οπλίζει καθόλου για τις στιγμές εκείνες που θα αποτύχεις; Όχι! Όπως το έχω δει, 12 χρόνια στο σχολείο ως μαθήτρια, 5.5 χρόνια στην περιφέρεια του σχολείου βοηθώντας παιδιά φίλων στα θετικά μαθήματα για τις εξετάσεις, κι άλλα τόσα ως φοιτήτρια, αυτό που μαθαίνουμε τα παιδιά είναι χίλια δυό τερτίπια για να πετύχουν. Κι όταν μας ρωτούν «μα κι αν δε γράψω καλά;», συνήθως από κεκτημένη ταχύτητα τους απαντάμε «άντε καλέ, όποιος διαβάζει-γράφει, κι εσύ είσαι άριστα διαβασμένος». Τα τελευταία χρόνια που η ιδέα της διαχείρισης της αποτυχίας έχει θεριέψει μέσα μου, έχω αλλάξει εντελώς την απάντησή μου σ΄αυτό το ερώτημα όταν έχω απέναντι κάποιον μαθητή. Κάθομαι και απαντάω ειλικρινά τι θα γίνει αν αποτύχει σ΄εκείνο το τεστ. Επειδή τα παιδιά είναι πανέξυπνα, μόλις καταλάβουν την ασημαντότητα της επιτυχίας ή αποτυχίας απλώς γελούν κι αλλάζουν θέμα, σου λένε τι έκανε σήμερα ο Κωστάκης και η Ίριδα, τους παριστάνουν μπλαμπλαδίζοντας ασταμάτητα.
Ελπίζω σε ένα σχολείο που σε μαθαίνει πώς να αποτυγχάνεις. Πώς να αποτυγχάνεις όμως καλύτερα από την προηγούμενη φορά που απέτυχες, όπως το έχει γράψει ο Μπέκετ. Στο βρετανικό δημόσιο δημοτικό, οι βαθμοί του τριμήνου έχουν δύο στήλες : «Ε» και «Β», “effort” (προσπάθεια) , “behavior” (συμπεριφορά). Όταν οπλίσουμε τα παιδιά με υλικά ανθεκτικά στην αποτυχία, θα αράζουν έξω από την αίθουσα εξετάσεων χασκογελώντας πριν μπουν να δώσουν πανελλαδικές και θα βγαίνουν με χαλαρό βάδισμα, κι όχι ασθμαίνοντας να τρέξουν στον φροντιστηριάρχη να τους πει πώς τα πήγαν. Κι άμα δεν περάσουν στην πρώτη τους επιλογή, θα ξέρουν πως απλά ανοίγονται μπροστά τους όλες οι υπόλοιπες, που προηγουμένως είχαν περάσει κάτω από τη μύτη τους κι ίσως είναι απειράκις πιο ενδιαφέρουσες.
Καλή επιτυχία ή αποτυχία σε όλες και όλους!
Χριστίνα Γιαβάσογλου, 29/5/2024
Το όνομά μου είναι αυτό που διαβάζετε. Σπουδάζω στους Χημικούς Μηχανικούς. Ζω στην Αθήνα και το βιογραφικό μου είναι τόσο μικρό που δεν αξίζει να το παραθέσω. Σκοπός εδώ είναι να πούμε όσα δεν έχουν θέση και (φυσικά) δε χωρούν σε ένα απλό “lunch break”.