Μια εβδομάδα τώρα τριγυρνάει μέσα στο μυαλό μου και δε με αφήνει. «Γράψε κάτι. Κι ας βγει βλακεία, απλώς γράψε». Είναι σαν μια υποχρέωση που έχεις στο νου σου πως πρέπει να διεκπαιρεώσεις, συνοδευόμενη από μια ανεπαίσθητη ντροπή για τις δικαιολογίες που εφευρίσκεις προκειμένου να την αποφύγεις. «Έχω μόνο το λάπτοπ της δουλειάς και δεν μπορώ να γράψω εκεί, αν κάποιος βρει το αρχείο;» ή «Όλη μέρα είσαι μπροστά από μια οθόνη, χρειάζεται ξεκούραση το μάτι σου, πιάσε το βιβλίο καλύτερα» το οποίο ανοίγει διάπλατα το δρόμο στο «Εσύ κοπέλα μου είσαι καλή στο να τα καταναλώνεις τα γραπτά και όχι να τα παράγεις» .
Βέβαια το τελευταίο δεν είναι και τελείως δικαιολογία, καθότι το πιστεύω, πως όσες περισσότερες φορές έχεις σκεφτεί για κάποιον «που τα σκέφτεται ο @@ και τα γράφει;!» ή όσες περισσότερες φορές έχεις τελειώσει ένα βιβλίο και για λίγο αισθάνεσαι αβέβαιος για το πώς συνεχίζεται η ζωή έπειτα, τόσο δυσκολότερο είναι να-
-Διακόπτω τη ροή μου για να αναφέρω κάτι απαίσιο που μόλις έγινε. Διαβάζοντας ξανά όσα έχω γράψει μέχρι στιγμής τα βρήκα μέτρια και εκφραστικά ανεπαρκή, και ξέρετε τι σκέφτηκα φευγαλέα; Για μια στιγμή μονάχα αλλά πρόλαβε η σκέψη και καταγράφηκε. Ότι δεν πειράζει, θα τα βάλω στο chat gpt να μου τα σουλουπώσει. Όπως στη δουλειά που του στέλνω μια προχειρογραμμένη παράγραφο και το διατάζω «Στα αγγλικά και πιο ωραία». Πόσο λάθος πήγε αυτό, μη χειρότερα.
Ένιγουει, ανέφερα προηγουμένως την κατάσταση όπου διαβάζεις κάτι και ήταν τόσο καλό, ή σου φάνηκε τόσο καλό, που για λίγο χάνεις την εσωτερική σου ισορροπία, αμφιταλαντεύεσαι, το σύστημα σου απορρυθμίζεται ελαφρώς. Για μια στιγμή χάνεις φευγαλέα τη σιγουριά σου και όλα στέκονται μπροστά σου ως απροσδιόριστα, ακόμα και τα πιο απλά, νιώθεις ότι ανακάλυψες κάτι εσύ, κάτι που δεν έπρεπε να ανακαλύψεις, και από αυτό το σημείο και έπειτα δεν ξέρεις πως να συνεχίσεις.
Για όσους έχουν το συνήθειο να διαβάζουν στο μετρό, είναι αστείο καμιά φορά γιατί τυχαίνει να βρίσκεσαι εκεί σε κάτι τέτοιες στιγμές μίνι-αποκάλυψης, καθισμένος στη θεσούλα σου με κόσμο τριγύρω που περιμένει βαριεστημένος τη στάση του, και εσύ καταπίνεις το σάλιο σου προσπαθόντας να κρύψεις την ταραχή σου…
Τελευταία φορά μου συνέβη με τον Κούντερα αυτό, διαβάζοντας το Αστείο. Εκείνος είναι δε που μου έβαλε την ιδέα πως όλοι οι άνθρωποι είμαστε ίδιοι, ή τελος πάντων εξαιρετικά παρόμοιοι. Πώς αλλιώς θα μπορούσα να εξηγήσω την ταύτιση που νιώθω με τους ήρωες του, τα πάθη τους και τις εσωτερικές τους διαδρομές; Ήρωες που ζήσαν στην Τσεχία σε μια εποχή τόσο ευαίσθητα σκληρή, τόσο ψυχικά βάρβαρη και τόσο αντιφατική, μια εποχή όπου το νόμισμα είχε δύο όψεις άλλα ήταν πιο δύσκολο από ποτέ άλλοτε να τις διακρίνεις. Ήρωες που τα πιστεύω τους έγιναν θηλιά από τη μία μέρα στην άλλη και αυτοί, οι κακόμοιροι, είχαν ως μόνο εργαλείο τον εαυτό τους, τον αντιφατικό, τον ανειλικρινή.
Τι σχέση έχουν όλα αυτά με μένα και γιατί διακρίνω τον Λούντβιχ στα μάτια του νεαρού απέναντι μου στο μετρό;
Κούντερα, ο μάστερ των αντιφάσεων, που αφού έζησε αυτά που έζησε και είδε αυτά που έιδε, έκατσε μια μέρα στο γραφείο του. Έκατσε και αποδόμησε την ανθρώπινη ψυχή σε φραγκοδίφραγκα, ακόμα και τα πιο συμπλεγματικά σημεία της, και μετά μας τη σέρβιρε στο πιάτο, ορίστε πάρτε την. Όταν είχα αναφέρει στον ψυχολόγο μου πως πιστεύω πως οι άνθρωποι είμαστε όλοι το ίδιο (του το είπα κάπως συνωμοτικά, έλα, αφού το ξέρω ότι το ξέρεις, ψυχολόγος είσαι) είχε έρθει σε κάπως δύσκολη θέση. «Δεν είναι ακριβώς όπως το λέτε, κάνετε λάθος». Ε άμα είναι έτσι σε ρωτώ λοιπόν κύριε ψυχολόγε μου, που τα σκέφτηκε ο @@ ο Κούντερα και τα έγραψε;;






