«Καλύτερα να πάμε σινεμά» μου είπε
«βαριέμαι στο δωμάτιό σου»
παράξενα παιδιά
προτιμούν να καυλώνουν εξ αποστάσεως
παρά εξ επαφής
Για τον Ντίνο Χριστιανόπουλο έχουν γραφεί και ειπωθεί-δικαίως-τόσα πολλά που πέντε ακόμα κολακευτικές αράδες δεν θα προσέθεταν τίποτα αναφορικά με τον Θεσσαλονικιό ποιητή.
Σ’αυτό το άρθρο θέλω να κεντροβαρήσω αποκλειστικά σε ένα στοιχείο της ποίησης του Χριστιανόπουλου και αυτό γιατί πιστεύω πως είτε έχει εκλείψει, είτε ακόμα δεν συναντήθηκε σε άλλο σύγχρονό του ποιητή, τουλάχιστον στον ίδιο βαθμό, ίδια ποιότητα και ακρίβεια. Αναφέρομαι στην παντελή έλλειψη της αποστειρωμένης και καχεκτικής σοβαροφάνειας και καθωσπρεπισμού που διέπει ένα σημαντικό ποσοστό των νεότερων ποιητών, οι οποίοι έχουν μπερδέψει τις παραπάνω έννοιες, με την ποιοτική στιχουργία.
Ο Χριστιανόπουλος έγραψε χωρίς να “παίζει κρυφτό” με τον αναγνώστη, παρόλο που κάθε στίχος του είναι σαν να σου κλείνει πονηρά το μάτι. Δεν ντύθηκε ποτέ κάποιο πέπλο σεμνοτυφίας, ακολουθώντας τη “γραμμή” του Ρίτσου που όριζε να λέμε και στην ποίηση τα πράγματα με το όνομά τους. Ο Χριστιανόπουλος δε θα ντραπεί να γίνει αθυρόστομος, να μιλήσει για την ομοφυλοφιλία με ειλικρίνεια και λεπτομέρεια, να αυτοσαρκαστεί, να κοροϊδέψει όμως και τον αναγνώστη, να πει τον ατάλαντο, ατάλαντο, τον άξεστο και τον μαλάκα επίσης. Η ξερή πολιτική ορθότητα στην ποίησή του,δεν βρήκαν ποτέ ούτε χώρο , ούτε θέση.
Έτσι ο Χριστιανόπουλος διαφοροποιείται από άλλους συγχρόνους του, αλλά και από μία ολόκληρη κοινωνία, που πάσχουσα από το σύνδρομο της γειτονιάς, ζει και συμπεριφέρεται υπό τον φόβο της αρνητικής κριτικής, του σχολίου, του ψιθύρου.
Η αφοπλιστική ειλικρίνεια, η σπιρτάδα των στίχων, η περιγραφή των πιο υψηλών ,και χαμηλών αισθημάτων μας χωρίς φτιασίδια και ύφος comme il faut, αυτά είναι κάποια από τα στοιχεία στα οποία αναγιγνώσκω το φαινόμενο Ντίνος Χριστιανόπουλος, που αγαπιέται ακόμα λες και τα κείμενά του γράφτηκαν χθες. Και αυτό το ρεύμα του Χριστινόπουλου θα συνεχίσει να αγαπιέται και να εμπνέει, γιατί έτσι είναι η φύση της αλήθειας, να γοητεύει, τραβώντας σα μαγνήτης, ακόμα και αυτόν τον σημερινό ανθρωπάκο που έχει πνιγεί στην τετράγωνη, επίπεδη ορθότητά του χωρίς να σκέφτεται και βασικά χωρίς να νιώθει.
Παρακάτω συγκεντρώνω μερικά από τα αγαπημένα μου ποιήματα στα οποία ο Χριστιανόπουλος δεν έδωσε δεκάρα για το τι θα πει “ο κόσμος”, ή αν θα δυσαρεστηθεί κάποιο πολιτογραφημένο του κοινό, παρά μόνο αισθάνθηκε και έγραψε όπως γούσταρε!
Μην ξεχνάς
Όταν σε λέω λεβεντιά
μην ξεχνάς πως είσαι μαλάκας
Όταν σε λέω γλύκα μου
μην ξεχνάς τι ξυλάγγουρο είσαι
Όταν μου λες πως μ’ αγαπάς
μην ξεχνάς τα παζάρια που προηγήθηκαν
και μην θαρρείς πως είσαι τίποτα επειδή σε προσκυνώ…
Η αγκίδα
Το βράδυ που σκοτώσαν τον Λαμπράκη,
γυρνούσα από ένα ραντεβού.
“Τι έγινε;” ρώτησε κάποιος στο λεωφορείο.
Κανείς δεν ήξερε. Είδαμε χωροφύλακες
μα δε διακρίναμε τίποτε άλλο.
Πέρασαν τρία χρόνια. Ξανακύλησα
στην ίδια αδιαφορία για τα πολιτικά.
‘Ομως το βράδυ εκείνο με ενοχλεί
σα μια ανεπαίσθητη αγκίδα που δε βγαίνει:
άλλοι να πέφτουν χτυπημένοι για ιδανικά,
άλλοι να οργιάζουν με τα τρίκυκλα,
κι εγώ ανέμελος να τρέχω σε τσαΐρια.
[Μην καταργείτε την υπογεγραμμένη…]
Μην καταργείτε την υπογεγραμμένη
ιδίως κάτω από το ωμέγα
είναι κρίμα να εκλείψει
η πιο μικρή ασέλγεια
του αλφαβήτου μας
Θάλασσα
θάλασσα
θαλάσσης
θαλασσών
ούτε μια συλλαβή ακαβαλίκευτη
δεν άφησε αυτός ο τόνος
Χριστούγεννα
Φυσούσε ένας διαβολεμένος βαρδάρης.
Καταφύγαμε σε ένα αχούρι.
Βολευτήκαμε όπως όπως στα άχερα και τους ψύλλους.
Ένιωθα σα να ήμασταν στη φάτνη της Βηθλεέμ.
Μόνο που αντί για ουράνιες μελωδίες
ένας μπανιστιρτζής μάς έκοψε πάνω στη γλύκα.
[Άτιτλο -φίλος ποιητής, διευθυντής εταιρείας…]
φίλος ποιητής, διευθυντής εταιρείας
μού στέλνει τα ποιήματά του με τον κλητήρα του
ω Ποίηση
πώς δέχεσαι να σε υπηρετούν διευθυντές
[Άτιτλο-οι ποιητές]
Οι ποιητές των ημερών που ζούμε
οφείλουν να ξέρουν καλά μοιρολόγια
οφείλουν να γράφουν τέλειους θρήνους
(ο ίδιος εν τω μεταξύ γλεντούσε
με το γκομενάκι)
[Άτιτλο-Αναφορά στον Σεφέρη]
όπου κι αν ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει
τόσες πληγές
μόνο το νόμπελ μπόρεσε να τις γιατρέψει
–
Όπου και αν ταξιδέψω η Ελλάδα με πληρώνει
[Άτιτλο-αντισυλληπτικά]
Ακόμα και ο σύλλογος ευνούχων
αντιτίθεται στα αντισυλληπτικά
Καημένε Μακρυγιάννη να ’ξερες
Καημένε Μακρυγιάννη να ’ξερες
γιατί το τζάκισες το χέρι σου
το τζάκισες για να χορεύουν σέικ
τα κωλόπαιδα.
Όταν πεθάνω
“όταν πεθάνω, να με θάψτε στο χωριό” –
θέλουν να τιμήσουν με το πτώμα τους
την πατρίδα που αρνήθηκαν με το σώμα τους
[Άτιτλο]
Το χειμώνα χωνόμασταν σ’ ένα γιαπί∙
το είχαμε σα δικό μας∙
ανάλογα με τον καιρό
αλλάζαμε δωμάτιο.
Την άνοιξη στρώναμε
το στρατιωτικό σου μπουφάν∙
οι εξοχές της Σταυρούπολης
μοσκοβολούσαν θυμάρι.
Μια δυο φορές που λείπαν οι δικοί μου
σε κουβάλησα σπίτι∙
με τάραξες στα δαγκάματα∙
ύστερα λεηλατήσαμε το ψυγείο.
Χωρίσαμε παραμονή του Αϊ-Δημήτρη∙
σου αγόρασα μια μπλούζα ζιβάγκο,
σε κέρασα για τελευταία φορά μπουγάτσα –
και τώρα πάλι φτου κι απ’ την αρχή.
Το όνομά μου είναι αυτό που διαβάζετε. Σπουδάζω στους Χημικούς Μηχανικούς. Ζω στην Αθήνα και το βιογραφικό μου είναι τόσο μικρό που δεν αξίζει να το παραθέσω. Σκοπός εδώ είναι να πούμε όσα δεν έχουν θέση και (φυσικά) δε χωρούν σε ένα απλό “lunch break”.