Γράφει η Αλίνα Τριανταφύλλου
Θα ήθελα να συνεισφέρω τη δική μου ανάγνωση της δεύτερης συλλογής της Μαρίας Σκουρλά «Ταξιδιωτικές Οδηγίες» από τις εκδόσεις Σμίλη. Έχει ήδη προηγηθεί η πρώτη της ποιητική συλλογή «Ονόματα στις Λεύκες» από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη.
Η συλλογή περιλαμβάνει 42 ποιήματα τα οποία διαμοιράζονται σε τρία μέρη.
Στο πρώτο μέρος, η Μαρία Σκουρλά εισάγει τον αναγνώστη μ’ ένα απόσπασμα από το ποίημα «Παραμύθι» της Χριστίνας Οικονομίδου (Μ’ ένα χορό στο στόμα, εκδ. Απόπειρα 2019) προετοιμάζοντας τον για την προσπάθεια της να χαρτογραφήσει τις αχανείς και παγωμένες επιφάνειες στα μέτρα της εντός μας γεωγραφίας. Ο τίτλος του πρώτου ποιήματος «Ήταν κάποτε» παραπέμπει στην αρχή ενός παραμυθιού. Και πράγματι, «Η γη/χωρίς δέντρα και λουλούδια/σιωπηλή κατοικία ερπετών» μοιάζει να είναι αφιλόξενη και δυστοπική αλλά το Big Bang έρχεται ελπιδοφόρο ως «μια κοσμική καταιγίδα/που τη γη θα ταράξει/τους ισθμούς θα ενώσει/και τα βουνά θα γεμίσει κοχύλια». Μέσα σε αυτή την κοσμογονία, το πέρασμα του ανθρώπου μοιάζει να είναι πολύ σύντομο και άμεσα συνυφασμένο με τη φύση («περιοδικές επαναλήψεις η ζωή/όπως κι η θάλασσα»). Η Μαρία Σκουρλά, όμως, παραδέχεται ότι «Εν αρχή ην/ο λόγος/ύπαρξης του ανθρώπου», αναγνωρίζοντας τη σημασία των γενεών μέσα στο πέρασμα του χρόνου («βαρύ το φορτίο/της αγίας οικογένειας»). Ο άνθρωπος για την ποιήτρια είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με το φυσικό περιβάλλον και μέσα σε αυτό διαμορφώνεται το ποιητικό της εγώ («κι εγώ διάφανη/στο λιγοστό το φως/εκφέρω μια λέξη/σαν να ναι η πρώτη»). Ακόμα και το αστικό τοπίο υπάρχει επειδή ακολουθεί πιστά «τον δρόμο του νερού/λίγο πριν εκείνο καταπιεί αθόρυβα/ολόκληρη την πόλη». Οι άνθρωποι κατοικούν σε ασάλευτα σπίτια, υγρό καταφύγιο για ψάρια και χελώνες και το φυλακτό τους «δεν ήταν μύρο αγιασμένο ούτε φτερά μιας πεταλούδας/μα το ίδιο το νερό που στον πάτο τραβάει/φυλακτό μιας ξεχασμένης ιστορίας/που τώρα με στίχους προσπαθείς να ξαναφτιάξεις.»
Στο δεύτερο μέρος, η Μαρία Σκουρλά εισάγει τον αναγνώστη μ’ ένα απόσπασμα από το ποίημα «Οριοθέτηση» της Έλιας Οικονομίδου (Κήπος Οριστικά, εκδ. Περισπωμένη 2018), αποκαλύπτοντας πως «Σε χάρτη αποτυπώνεσαι με συντεταγμένες». Το δεύτερο μέρος της συλλογής ανοίγει με το ομότιτλο ποίημα «Ταξιδιωτικές Οδηγίες» μα το ταξίδι μαζί με τα πουλιά διακόπτεται διότι το ποιητικό εγώ ξυπνά απότομα «από τον ήχο τον μακρόσυρτο/του σκουπιδιάρικου». Το αστικό τοπίο είναι πανταχού παρών, κυριαρχεί, ενώ η φύση πλέον είναι το επιθυμητό ζητούμενο. «Έλα μαζί μου/στο κατώφλι της μέρας να σταθούμε/σε παύση να ζήσουμε/πέρα από την κανονικότητα/ στην κοσμογονία της στιγμής». Αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας μπλέκονται με μουσικές συγχορδίες και η Κορνίζα Κόκκινη δεσπόζει «Απέναντι μου/μια φωτογραφία/ένα ζευγάρι/σ’ ένα κατάστρωμα» για να θυμίσει πως ο έρωτας είναι υπόθεση δυο εραστών («μα πόσο σπάνιοι γίναμε/είκοσι χρόνια/σε μια αγκαλιά κλειδωμένοι»). Το ποιητικό εγώ της Μαρίας Σκουρλά θέλει να επιστρέψει στο χθες και ν’ απολαύσει τις στιγμές χωρίς οδηγίες «μα το χθες έγινε αύριο/-αλλά ευτυχώς/στο αύριο τα λάθη τ’ αγαπάμε.» Και το δεύτερο μέρος κλείνει μ’ ένα Χάπι Εντ όπου οι ερασιτέχνες χαρτογράφοι, έκπτωτοι μα ελεύθεροι, τραγουδούν για την ουσία της ζωής και για το τέλος «ματώνοντας τα χείλη.»
Το τρίτο μέρος της συλλογής ανοίγει μ’ ένα απόσπασμα από το πεζοποίημα του Αρθούρου Ρεμπώ «Μια εποχή στην κόλαση» προϊδεάζοντας τον αναγνώστη για μια καταβύθιση. Η Μαρία Σκουρλά, λοιπόν, συνεχίζει το ποιητικό της ταξίδι με τόλμη μέσα στη Σκοτεινή Ύλη «Απύθμενο τραγούδι η μνήμη/δοξαστικό τραγούδι/στην ησυχία της ερήμου» και ομολογεί «Στα δύσκολα δεν προσεύχομαι ποτέ/ούτε το βλέμμα προεκτείνω/στο διηνεκές/μα κλείνομαι σ’ ένα κέλυφος λεπτό». Η ζωή μέσα στο Θερμοκήπιο φαντάζει αστείρευτη και το ποιητικό εγώ δεν είναι παρά ένα «φυτό εσωτερικού χώρου». Οι τόποι αποκτούν όνομα και υπόσταση. «Δονούσα». «Μεταξουργείο». Το ποιητικό εγώ επιπλέει, προσαρμόζει τα μάτια του στο φως, «η θέαση του ουρανού όμως με πνίγει/έτσι το ύπτιο αφήνω/και βουτώ». Κάνει μια στάση στη ντισκοτέκ «La Luna». «Πρώτα έπινε μονορούφι το ποτό της κοιτάζοντας τις καλαμιές κι έπειτα μαζί μ’ εκείνες χόρευε δίπλα στην αχυρένια μάντρα, σ’ έναν ρυθμό αλλιώτικο, απ΄ τα στοιχειά παρμένο, και ήταν σαν η φωτεινή επιγραφή της ντισκοτέκ πάλι να λειτουργούσε.» Τη νοσταλγία διαδέχεται ένα «Τοπίο Αστικό» ιδωμένο μέσα από τα μάτια των παιδιών που δίνουν λουλούδια σε περαστικούς. Κι’ ύστερα η «Κάθοδος».
Εισέρχομαι αμόλυντη
με δοκιμαστικό σωλήνα
μεταφέρομαι σε τόπο
ασπρισμένο από μνήμες
χωρίς σκόνη και χώμα∙
η γύρη και τα έντομα
άγνωστες λέξεις
και τα λουλούδια
πόστερ ιλουστρασιόν
στις άκρες του σκισμένο∙
να συνδεθώ με συσκευή
γράφουν οι οδηγίες∙
ένα κουμπί όλο κι όλο
με χωρίζει
απ’ την αναπνοή
κι ένα από την κάθοδο
το λάθος επιλέγω
χλευάζοντας την τύχη μου
που πίστεψα ότι μπορεί
να μην υπάρχει
Τέλος.
Το ποιητικό εγώ ολοκληρώνει το ταξίδι του «εκεί που ο κόσμος μάλλον τελειώνει». Και το τελευταίο ποίημα ως «Επιμύθιο» έρχεται να κλείσει μια συλλογή που ξεκίνησε σαν ένα παραμύθι.
Ήταν Κάποτε «Η γη/χωρίς δέντρα και λουλούδια» και, μετά το τέλος του ποιητικού ταξιδιού, «Ίσως να’ ναι κάποτε/η γη/ένας τόπος στεγνωμένος».
Για την ποιήτρια, ο τόπος θα παραμένει αφιλόξενος όσο δεν τον ζεσταίνει η δύναμη του ανθρώπινου συναισθήματος.
Τι είναι τελικά οι Ταξιδιωτικές Οδηγίες; Η Μαρία Σκουρλά με προτρέπει να την ακολουθήσω στο δικό της ταξίδι μέσα στο χώρο τόσο τον εξωτερικό όσο και τον εσωτερικό. Διαβάζοντας τα ποιήματα της, διαπιστώνω πως τελικά οι οδηγίες είναι μέσα μου αρκεί να βρω το θάρρος να τις ακολουθήσω. Και γι’ αυτό την ευχαριστώ.