Σκέπτουμαι μια ζωή που θα ‘τανε βαριά σα σήμερα,
μονάχα αν έλειπες ταξίδι. Το πρωί σκέπτουμαι
τα μέλη σου σφιχτοδεμένα – εκεί κάπως εντοπίζω
την αγκαλιά σου. Το βράδυ βλέπω τα χείλια σου σαν
το δαγκωμένο φρούτο.
Έλα, η μέρα είναι τόσο ωραία – τα ποιήματα που
αγαπώ θέλω να τα ζήσω μαζί σου. Μπορούσα τόσα πράματα
να τα μετατρέψω σε χαρά και να σ’ τα δώσω.
Κάθε στιγμή μπορούσα να σου την κάνω μουσική
πρωτόγονη, γούνα μαλακιά, ζεστή, ηλεκτρισμένη, που
βουλιάζει βαθιά μέσα. Χορός τέλεια ελεύθερος, αντί από
μέλη να ‘χεις φτερά, και πάλι φτερά ονείρου. Ή μυρουδιές
—μήπως θέλεις μυρουδιές; Τότε θα ‘ναι μυρουδιές δροσερές,
σαν μικροί καταρράκτες όλο πολυτρίχι – ή σαν γιαλός
το πρωινό όπου βγαίνει και λιάζεται το φύκι, ο σταυρός,
ο αχινός – και το κύμα στην αμμουδιά δεν είναι σοβαρό,
μα παίζει. Πέρα βέβαια η θάλασσα έχει μιαν απαλή τραγικότητα.
info
Η Μάτση Χατζηλαζάρου θεωρείται από πολλούς ως η πρώτη Ελληνίδα υπερρεαλίστρια ποιήτρια. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1914 από μεγαλοαστική οικογένεια και νονός της ήταν ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος. Το όνομά της ήταν έμπνευση της ίδιας παιδί, όταν δεν μπορούσε να προφέρει το βαφτιστικό Μαρία-Λουκία. Η οικογένειά της, σταδιακά, θα καταστραφεί ολοσχερώς οικονομικά και η Μάτση θα χάσει και τους δύο γονείς της μέσα διάστημα έξι μηνών. Θ’ ακολουθήσουν τρεις γάμοι σε νεαρή ηλικία , ο τρίτος με τον Ανδρέα Εμπειρίκο.
Στα γράμματα εμφανίστηκε στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 1940 με το ψευδώνυμο Μάτση Ανδρέου. Η πρώτη της ποιητική συλλογή Μάης, Ιούνης και Νοέμβρης κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ίκαρος τον Ιούνιο του 1944. Ακολούθησαν πολλά άλλα ποιήματα (κάποια στα γαλλικά ως Matsie Hadjilazaros), τα οποία κυκλοφόρησαν σε συγκεντρωτικό τόμο από τις εκδόσεις Ίκαρος δύο χρόνια μετά τον θάνατό της. Το 2013 κυκλοφόρησε και η αλληλογραφία της με τον Εμπειρίκο, μετά την διάλυση του γάμου τους, την εποχή που η Χατζηλαζάρου ζούσε στο Παρίσι.
Το όνομά μου είναι αυτό που διαβάζετε. Σπουδάζω στους Χημικούς Μηχανικούς. Ζω στην Αθήνα και το βιογραφικό μου είναι τόσο μικρό που δεν αξίζει να το παραθέσω. Σκοπός εδώ είναι να πούμε όσα δεν έχουν θέση και (φυσικά) δε χωρούν σε ένα απλό “lunch break”.