21 Μαιου Κωνσταντίνου και Ελένης.
Και κάθε ελληνικό σπίτι που σέβεται τον εαυτό του αν δεν έχει Γιώργο ή Γιάννη, θα έχει σίγουρα έναν Κώστα!
Αφήνωντας “παραπονεμένες” σήμερα τις αγαπημένες μας Έλενες, αποφασίσαμε να γιορτάσουμε την ημέρα με τρεις από τους σπουδαίους Κωνσταντίνους της ελληνικής ποίησης και επιφυλασσόμαστε για του χρόνου για τις γυναίκες μας.
Κωστής Παλαμάς, Κωνσταντίνος Καβάφης, Κώστας Καρυωτάκης.
Ένα ποίημα από τον καθένα, μια μικρή γνωριμία με αφορμή την ονομαστική τους εορτή!
Διαλέξαμε τρία νοσταλγικά ποιήματα, στο καθένα ο ποιητής αναστοχάζεται την νεότητα, εκείνα που έφυγαν και πίσω δεν γυρνούν. Άλλωστε κακά τα ψέματα, κάθε γιορτή έχει μέσα της και λίγη νοσταλγία…
Μιὰ πίκρα-Κωστής Παλαμάς
Τὰ πρῶτα μου χρόνια τ᾿ ἀξέχαστα τἄζησα
κοντὰ στ᾿ ἀκρογιάλι,
στὴ θάλασσα ἐκεῖ τὴ ρηχὴ καὶ τὴν ἥμερη,
στὴ θάλασσα ἐκεῖ τὴν πλατιά, τὴ μεγάλη.
Καὶ κάθε φορὰ ποὺ μπροστά μου ἡ πρωτάνθιστη
ζωούλα προβάλλει,
καὶ βλέπω τὰ ὀνείρατα κι ἀκούω τὰ μιλήματα
τῶν πρώτων μου χρόνων κοντὰ στὸ ἀκρογιάλι,
στενάζεις καρδιά μου τὸ ἴδιο ἀναστέναγμα:
Νὰ ζοῦσα καὶ πάλι
στὴ θάλασσα ἐκεῖ τὴ ρηχὴ καὶ τὴν ἥμερη,
στὴ θάλασσα ἐκεῖ τὴν πλατιά, τὴ μεγάλη.
Μιὰ μένα εἶναι ἡ μοίρα μου, μιὰ μένα εἶν᾿ ἡ χάρη μου,
δὲν γνώρισα κι ἄλλη:
Μιὰ θάλασσα μέσα μου σὰ λίμνη γλυκόστρωτη
καὶ σὰν ὠκιανός ἀνοιχτὴ καὶ μεγάλη.
Καὶ νά! μέσ᾿ στὸν ὕπνο μου τὴν ἔφερε τ᾿ ὄνειρο
κοντά μου καὶ πάλι
τὴ θάλασσα ἐκεῖ τὴ ρηχὴ καὶ τὴν ἥμερη,
τὴ θάλασσα ἐκεῖ τὴν πλατιά, τὴ μεγάλη.
Κι ἐμέ, τρισαλίμονο! μιὰ πίκρα μὲ πίκραινε,
μιὰ πίκρα μεγάλη,
καὶ δὲ μοῦ τὴ γλύκαινες πανώριο ξαγνάντεμα
τῆς πρώτης λαχτάρας μου, καλό μου ἀκρογιάλι!
Ποιὰ τάχα φουρτούνα φουρτούνιαζε μέσα μου
καὶ ποιὰ ἀνεμοζάλη,
ποὺ δὲ μοῦ τὴν κοίμιζες καὶ δὲν τὴν ἀνάπαυες,
πανώριο ξαγνάντεμα κοντὰ στ᾿ ἀκρογιάλι;
Μιὰ πίκρα εἶν᾿ ἀμίλητη, μιὰ πίκρα εἶν᾿ ἀξήγητη,
μιὰ πίκρα μεγάλη,
ἡ πίκρα ποὺ εἶν᾿ ἄσβηστη καὶ μέσ᾿ τὸν παράδεισο
τῶν πρώτων μας χρόνων κοντὰ στὸ ἀκρογιάλι.
Καημοὶ τῆς Λιμνοθάλασσας, 1912
Πολύ σπανίως- Κ.Π.Καβάφης
Είν’ ένας γέροντας. Εξηντλημένος και κυρτός,
σακατεμένος απ’ τα χρόνια, κι από καταχρήσεις,
σιγά βαδίζοντας διαβαίνει το σοκάκι.
Κι όμως σαν μπει στο σπίτι του να κρύψει
τα χάλια και τα γηρατειά του, μελετά
το μερτικό που έχει ακόμη αυτός στα νιάτα.
Έφηβοι τώρα τους δικούς του στίχους λένε.
Στα μάτια των τα ζωηρά περνούν οι οπτασίες του.
Το υγιές, ηδονικό μυαλό των,
η εύγραμμη, σφιχτοδεμένη σάρκα των,
με την δική του έκφανσι του ωραίου συγκινούνται.
Σε παλαιό συμφοιτητή-Κώστας Καρυωτάκης
Φίλε, ἡ καρδιά μου τώρα σὰ νὰ ἐγέρασε.
Τελείωσεν ἡ ζωή μου τῆς Ἀθήνας,
ποὺ ὅμοια γλυκὰ καὶ μὲ τὸ γλέντι ἐπέρασε
καὶ μὲ τὴν πίκρα κάποτε τῆς πείνας.
Δὲ θά ῾ρθω πιὰ στὸν τόπο ποὺ ἡ πατρίδα μου
τὸν ἔδωκε τὸ γιόρτασμα τῆς νιότης,
παρὰ περαστικός, μὲ τὴν ἐλπίδα μου,
μὲ τ᾿ ὄνειρο ποὺ ἐσβήστη, ταξιδιώτης.
Προσκυνητὴς θὰ πάω κατὰ τὸ σπίτι σου
καὶ θὰ μοῦ ποῦν δὲν ξέρουν τί ἐγίνης.
Μ᾿ ἄλλον μαζὶ θὰ ἰδῶ τὴν Ἀφροδίτη σου
κι ἄλλοι τὸ σπίτι θά ῾χουν τῆς Εἰρήνης.
Θὰ πάω πρὸς τὴν ταβέρνα, τὸ σαμιώτικο
ποὺ ἐπίναμε γιὰ νὰ ξαναζητήσω.
Θὰ λείπεις, τὸ κρασί τους θά᾿ ναι ἀλλιώτικο,
ὅμως ἐγὼ θὰ πιῶ καὶ θὰ μεθύσω.
Θ᾿ ἀνέβω τραγουδώντας καὶ τρεκλίζοντας
στὸ Ζάππειο ποὺ ἐτραβούσαμεν ἀντάμα.
Τριγύρω θά ῾ναι ὡραῖα πλατὺς ὁ ὁρίζοντας,
καὶ θά ῾ναι τὸ τραγούδι μου σὰν κλάμα.
Το όνομά μου είναι αυτό που διαβάζετε. Σπουδάζω στους Χημικούς Μηχανικούς. Ζω στην Αθήνα και το βιογραφικό μου είναι τόσο μικρό που δεν αξίζει να το παραθέσω. Σκοπός εδώ είναι να πούμε όσα δεν έχουν θέση και (φυσικά) δε χωρούν σε ένα απλό “lunch break”.