Γράφει η Ρωξάνη Τσώνη
Σε ένα αχνά φωτισμένο δωμάτιο, μία Κυριακή του χειμώνα στα Εξάρχεια ξαναγεννήθηκε η Κατερίνα Γώγου. Από το 1940 έως το 1993, περιγράφεται η ζωή της ποιήτριας και αγωνίστριας-αλλά πάνω απ’ όλα Ανθρώπου- από την θεατρική ομάδα 2510.
Η Δάφνη Ατία στον ρόλο της Κατερίνας, η Χαρά Νικολάου στον ρόλο της φίλης της Κατερίνας, της μητέρας και της κόρης της και ο Χάρης Γεωργιάδης στον ρόλο του πατέρα της και του συζύγου της Παύλου Τάσιου, σε σκηνοθεσία του Ανδρέα Ζαφείρη, είναι τα πρόσωπα που την ξαναφέρνουν στην ζωή. Πέρα από το γεγονός της εναλλαγής των ρόλων ανάμεσα σε στιγμές δευτερολέπτων και τις ανατριχιαστικές ερμηνείες, θα μιλήσω για νοήματα. Νοήματα που υπεισέρχονται μέσα από λέξεις, φράσεις και βλέμματα.
«Επαμεινώνδα, τι πάει να πει συμβατική ζωή;» Ρωτάει η μητέρα της Κατερίνας τον σύζυγό της, διαβάζοντας την εφημερίδα. Αυτή η φράση ξετυλίγει ολόκληρο το νήμα του μυστηρίου γύρω από το οικογενειακό περιβάλλον της Κατερίνας. Η μητέρα της, μία συμβατική, σύμφωνη με τα πρότυπα της εποχής και καθώς πρέπει γυναίκα και ο πατέρας της, επιφανής, μεγαλομανής, ματαιόδοξος και σοβαροφανής άνθρωπος. Ακόμη, κακοποιητικός από τότε που η Κατερίνα ήταν παιδί, καθόρισε σημαντικά την πορεία της ζωής της, καθώς ήθελε να διακριθεί η κόρη του γι’ αυτό και ήλεγχε συνεχώς αν το όνομά της αναφέρεται στις εφημερίδες.
Η Κατερίνα από την άλλη, ήταν ένα παιδί, που σχεδόν όλος ο χαρακτήρας της συνοψίζεται στο γεγονός πως ο πρώτος της έρωτας ήταν ένας αντάρτης, τον οποίο συνάντησε στον δρόμο. Κάτι απαγορευμένο να ειπωθεί με τέτοια φυσικότητα, όπως το αποκάλυψε η ίδια στους γονείς της, την εποχή εκείνη. Διανύοντας την καριέρα της ως ηθοποιός και με έργα όπως το «Βαρύ πεπόνι», το «Ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο», «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα» να εκτυλίσσονται από την αρχή, μέσα στο θέατρο (!), η Κατερίνα παρέμενε θλιμμένη. Δεν θεωρούσε πως εκπληρώνει τον αυτοσκοπό της. Γνωρίζει τον Παύλο, μένει έγκυος, αλλά η κάτι δεν πάει καλά… ξεκινάει να γράφει ποίηση, με το μολύβι να παίρνει φωτιά, χωρίς να μπορεί να σταματήσει. Τα αντίτυπα πουλιούνται το ένα μετά το άλλο. Η Κατερίνα τελικά χωρίζει, γιατί όπως είπε και η ίδια δεν μπορούσε να κουβαλήσει τρεις ανθρώπους στις πλάτες της, τα γόνατά της άντεχαν με το ζόρι δύο.Η αντίθεση μεταξύ της φίλης της Κατερίνας, η οποία έχει ως όνειρο να παντρευτεί και να πάρει μία τηλεόραση και της ίδιας, η οποία δεν μπορεί να υλοποιήσει το όνειρό της, το άπιαστο όνειρο ενός καλύτερου κόσμου, είναι εμφανής.
«Οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά
και σύρματα στα χέρια σας.
Στο λαιμό σας.
Οι φίλοι μου».
Αυτό το ποίημα είναι το πρώτο που απαγγέλει η Κατερίνα στην φίλη της, του οποίου οι στίχοι νοηματοδοτούνται μέσα από τις θεατρικές σκηνές. Δίνεται ένα καινούργιο νόημα, το οπτικοακουστικό νόημα, η παράσταση πίσω από κάθε σκέψη, κάθε στίχο της Κατερίνας.
Όπως σκέφτηκε πολύ σωστά, η φίλη μου με την οποία παρακολούθησα την παράσταση, η Κατερίνα ήταν ένας άνθρωπος που ζούσε μέσα στις αντιφάσεις, γι΄ αυτό και δεν άντεξε. Ο εσωτερικός της κόσμος διέφερε τόσο πολύ από τα εξωτερικά ερεθίσματα, η απόσταση μεταξύ τους όλο και αυξανόταν και τελικά, εσωτερικός και εξωτερικός κόσμος μετατράπηκαν σε δύο γραμμές παράλληλες, οι οποίες ποτέ δεν κατάφεραν να συναντηθούν. Ομορφιά μέσα, ασχήμια έξω. Αντίσταση-Υποταγή, Ελευθερία-Περιορισμοί, Αγάπη-Μίσος, Επανάσταση-Κομφορμισμός, Άσπρο-Μαύρο. Οι αντιφάσεις αυτές που ζούσε η ίδια η ποιήτρια, διαφαίνονται καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου. Η συγκλονιστική στιγμή, όταν η Κατερίνα έρχεται αντιμέτωπη με την αυτοκτονία του Νικόλα Άσιμου και του Παύλου Σιδηρόπουλου, συνοδεύεται από την ανακοίνωση της κόρης της πως έχει μπλέξει με τα ναρκωτικά. Η Μυρτώ την απορρίπτει, εκφράζει όλα τα παράπονά της στην μητέρα της. Η Κατερίνα τότε, βιώνει τον διπλό θάνατο. Τον θάνατό της ως αγωνίστρια και τον θάνατό της ως μητέρα.Στο τέλος του έργου αποκαλύπτεται πως η φίλη που είχε η Κατερίνα από τα παιδικά της χρόνια, η Μαρία, ήταν φανταστική. Ήταν αυτό που η Κατερίνα δεν μπορούσε να γίνει. Ήταν ο άνθρωπος χωρίς έγνοιες, χωρίς ανησυχίες, που ζούσε σύμφωνα με την πεπατημένη, ό άνθρωπος που ήταν μονίμως χαρούμενος. Ήταν η ακραία έκφανση της αντίθεσης που βίωνε.
Δεν ξέρω-μην περιμένεις κι από μένα πολλά
-Τόσα έζησα τόσα έμαθα τόσα λέω
Κι απ΄όσα διάβασα ένα κρατάω καλά:
«Σημασία έχει να παραμένεις άνθρωπος».
Θα την αλλάξουμε τη ζωή!
Παρ’ όλα αυτά, Μαρία.
Έπειτα, ήρθε η απόγνωση. Η Κατερίνα, παίρνονταςυπερβολική δόση χαπιών και αλκοόλ, έφυγε στις αρχές Οκτωβρίου. Έφυγε με την ουσία. Η χημεία, η ίδια η ουσία, διαδραμάτισε στην ζωή της τον ρόλο του θανάτου. Η χημεία των φαρμάκων του ψυχιατρείου, η χημεία των ναρκωτικών της κόρης της, η χημεία των ναρκωτικών του Σιδηρόπουλου, η χημεία των δικών της ναρκωτικών.Η «Αικατερίνη», όπως ήθελε να την φωνάζουν από μικρή και όπως έλεγε και η ίδια, με Α κεφαλαίο, όπως ακριβώς αρχίζει και η λέξη «Άνθρωπος», είπε στο τέλος, παραδίδοντας την σκυτάλη του αγώνα σε εμάς… «Τώρα να δούμε εσείς τι θα κάνετε…».
”Άμα ψάξεις βαθιάβρίσκεις σπίτια δίπατα
που ‘χουν στο κατώι πήλινα δοχεία
λίγη ώρα μακριά απ τη θάλασσα
και κοψοχρονιάς.
Και στο βουνό είν’ όμορφα
Με δέντρα και ποτάμια
Μόνο που εμείς είχαμε αποφασίσει
ν αλλάξουμε τον κόσμο
κι αυτό δε γίνεται με εξοχή.…..
ξέραμε πως όλοι πεθαίνουνε
αλλά υπάρχουνε θάνατοι που βαραίνουνε
γιατί διαλέγουνε οι ίδιοι τον τρόπο”.
Δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο itravelpoetry