“Ακούει δυνατά κλασική μουσική. Θέλει να καθαρίσει το μυαλό του. Θα μπορούσε να το αφαιρέσει από το κεφάλι του και να το βουτήξει σε θαλασσινό νερό ή να το αφήσει για κάποιες ώρες σε ένα δάσος.
Προτίμησε το ανώδυνο ο φλώρος.“
Το 550 είναι ένα λεωφορείο- θρύλος. Ξεκινά από τα νότια προάστια της Αθήνας και καταλήγει αντιδιαμετρικά, στα βόρεια, από το εξωτικό Παλαιό Φάληρο έως την υπέρλαμπρη Κηφησιά. Δημοφιλέστατο, λόγω της πελώριας διαδρομής του, φιλοξενεί καθημερινά εκατοντάδες επιβάτες, τους οποίους ο Γαβριήλ Μελλισσουργάκης παρατηρεί και σχεδιάζει, ενώ ο Χρήστος Χαντζής ψυχανεμίζεται και φαντάζεται τις ιστορίες τους.
Επιβάτες ταξιδεύουν ο ένας δίπλα στον άλλο, συχνότατα ακουμπώντας ο ένας τον άλλο, στηριζόμενοι ο ένας στον ώμο του άλλου-τις ώρες αιχμής. Βυθισμένοι στις σκέψεις τους, τις έγνοιες τους, τη μουσική, την οθόνη του κινητού ή σε ένα βιβλίο. Κι αν ρωτήσεις κάποιον μόλις κατέβει πώς έμοιαζε ο μπροστινός του, ή τι χρώμα μπλούζα φορούσε, η πιθανότητα να ξέρει, να θυμάται, είναι πολύ μικρή. Κι ας τον είχε μπροστά του για 25 συνεχόμενα λεπτά. Γιατί μέσα στη διαδρομή τους με το λεωφορείο, μέσα στο αναγκαστικό αυτό «διάλειμμα» από την ξέφρενη ροή της μέρας, οι άνθρωποι ταξιδεύουν ολομόναχοι, και η μοναδική τους επαφή με την πραγματικότητα είναι η ελάχιστη που απαιτείται ώστε να μη χάσουν τη στάση.
Όπως γράφουν και οι δημιουργοί στον επίλογο τους: «Κυκλοφορώντας με το αστικό λεωφορείο ίσως καταφέρεις να ξεχειλώσεις λίγο ή για τα καλά το κλειστό σχήμα, τη δική σου κοντινή πραγματικότητα. Προϋπόθεση, το να είναι όσο λιγότερες οι μέρες που κοιτάς και δεν βλέπεις (που λένε και τα μυθιστορήματα). Οι μέρες που σκέφτεσαι έντονα τη δουλειά κι έτσι χάνεις τις ιστορίες».
Το κόμικ «Λεωφορείο 550» με εύστοχα σκίτσα και σχολιασμό γεμάτο χιούμορ, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Δίαυλος και είναι μια ωδή στην αστική μας μοναξιά και σε όλα τα πανέμορφα πλάσματα με τα οποία ταξιδέψαμε δίπλα-δίπλα αλλά ποτέ δε μάθαμε το όνομά τους.