“Είναι το βιβλίο που πρέπει να διαβάσετε πριν ερωτευθείτε ξανά” γράφει το οπισθόφυλλο και δε θα μπορούσα να συμφωνήσω περισσότερο με κάτι.
Το Τάλγκο είναι το πρώτο μυθιστόρημα του Βασίλη Αλεξάκη γραμμένο απευθείας στα ελληνικά. Η μητρική του γλώσσα του ανταπέδωσε τη φιλοφρόνηση: το βιβλίο γνώρισε μεγάλη επιτυχία αμέσως μετά την πρώτη του έκδοση, το 1982, και λίγο αργότερα μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Γιώργο Τσεμπερόπουλο με τίτλο “Ξαφνικός έρωτας” και πρωταγωνιστές την Μπέτυ Λιβανού και τον Αντώνη Θεοδωρακόπουλο.
Πρόκειται για την ιστορία ενός έρωτα. Ενός έρωτα όπως τον έζησε η Ελένη για το Γρηγόρη: μεγάλο, συνταρακτικό, θυελλώδη. Από εκείνους που σε καθηλώνουν και γίνονται το κέντρο της ζωής σου, που διαστρευλώνουν το μυαλό σου και σε καθιστούν παράλογο και υπερβολικό.
Η Ελένη διηγείται τα γεγονότα της σύντομης σχέσης της με το Γρηγόρη σε μία προσπάθεια να ξεγελάσει τη λήθη γιατί η μνήμη της και ο πόνος που νιώθει για τον άνθρωπο αυτό είναι και τα μόνα πράγματα που τους συνδέουν πλέον.
Καταλαβαίνω τους λόγους που σ’ οδήγησαν σ’ αυτή την απόφαση. Πιστεύω όμως ότι υπάρχει ένας ακόμη που δεν τον αναφέρεις, μόλο που είναι ο σοβαρότερος. Θέλω να πω, βρε Γρηγόρη, ότι δε μ’ ερωτεύτηκες όπως σ’ ερωτεύτηκα εγώ. Εγώ ερωτεύτηκα όλες τις πτυχές του εαυτού σου, ο έρωτάς μου, σαν την αγάπη της μάνας, σε περιέβαλλε ολόκληρο, κανένα τμήμα του εαυτού σου δεν άφηνε ακάλυπτο. Ερωτεύτηκα τ’ όνομά σου, ερωτεύτηκα τη φωνή σου, ερωτεύτηκα τα γόνατά σου. Αν με είχες αγαπήσει κι εσύ έτσι, οι λόγοι που σ’ έκαναν να δώσεις τέλος στη σχέση μας θα είχαν μετρήσει λιγότερο, μπορεί να μην είχαν μετρήσει και καθόλου, γιατί απλούστατα δε θα μπορούσες να κάνεις χωρίς εμένα.[…]
Θα διάβαζα μέχρι είκοσι φορές το κάθε γράμμα σου, το διάβαζα δυο – τρεις φορές μόλις ερχόταν, το φιλούσα, το έχωνα στην τσάντα μου, το ξαναδιάβαζα στο λεωφορείο. Το κρατούσα σφιχτά στα χέρια μου, μη μου το κλέψουν, μη μου το αρπάξει κανείς, το κρατούσα όπως κρατάει η μάνα το χέρι του παιδιού της όταν διασχίζουν κεντρική λεωφόρο. Ήμασταν συνεχώς μαζί, οι άλλοι άνθρωποι γύρω μου είχαν καταντήσει ωχροί σαν αναμνήσεις. Μου έτυχε να βρεθώ με μεγάλη παρέα στο εστιατόριο χωρίς να πω ούτε ν’ ακούσω λέξη. Κάποια στιγμή το μάτι μου καρφώθηκε σε μια άδεια καρέκλα όπου σιγά σιγά εμφανίστηκες εσύ και μου χαμογέλασες. Οι άλλοι έπαψαν να υπάρχουν. Για μένα, η μόνη κατειλημμένη καρέκλα ήταν αυτή η καρέκλα, η κενή…[…]
Κοίταξα ψηλά στον ουρανό που ήταν ακόμη φωτεινός. Είδα τα πουλιά που κάθονταν στα σύρματα του ηλεκτρικού. Τόσες και τόσες φορές έχω δει τα πουλιά στα σύρματα του ηλεκτρικού, πρώτη φορά πρόσεξα ότι τα σύρματα ήταν πέντε κι ότι τα πουλιά έμοιαζαν με νότες μουσικής.
Τέταρτη μέρα. Δεν βγαίνω καθόλου έξω, κανείς δεν θέλω να με δει σ’ αυτά τα χάλια. Όλο και περιμένω ότι θα μου τηλεφωνήσεις και θα μου πεις… Αφήνω την πόρτα ανοιχτή όταν πηγαίνω στο μπάνιο, φοβάμαι μήπως δεν ακούσω το τηλέφωνο. Για τον ίδιο λόγο δεν λούζομαι, φοβάμαι ότι ο θόρυβος του νερού θα καλύψει το κουδούνισμα του τηλεφώνου.
Οι ξένες φωνές με πληγώνουν. Σηκώνω το ακουστικό αλλά, μόλις ακούσω άλλη φωνή, το κλείνω χωρίς να πω λέξη. […]
Έκλεισα πίσω μου την πόρτα του διαμερίσματος, ακούμπησα το πακέτο στο τραπέζι, το κοίταξα κάμποση ώρα. Μετά βάλθηκα να λύσω τον σπάγκο, δεν τα κατάφερα, τον έκοψα μ’ ένα ψαλίδι. Μέσα στο πακέτο βρήκα ένα γυάλινο μπουκαλάκι, σαν αυτά του φαρμακείου, μ’ ένα διαφανές υγρό. Επάνω στο μπουκαλάκι είχες γράψει με σινική μελάνι: ΠΑΡΙΣΙΝΗ ΒΡΟΧΗ. Βρήκα κι αυτό το σημείωμα: Τη μάζεψα με μια κατσαρόλα, απ’ το παράθυρο. Το μανίκι μου έγινε μούσκεμα. Γρηγόρης.
Κι όταν θα πάψω να είμαι ερωτευμένη μαζί σου, Γρηγόρη, να ξέρεις ότι θα σ’ ευγνωμονώ που μου έκανες αυτό το δώρο. Μ’ ανέβασες στα ίδια μου τα μάτια, μ’ έκανες να αισθάνομαι θεά. Όταν γεράσω και με ρωτούν τι σημαντικό συνέβη στη ζωή μου, αυτό μόνο θα λέω: «Μου έκαναν κάποτε δώρο λίγη βροχή». […]
Πηγές: staxtes2003, filoitexnisfilosofias