Γράφει η Δέσποινα Γεώργα
Αν έχω κάτι να θυμάμαι από τα παιδικά μου χρόνια αυτό θα είναι η ιστορία με τον πίνακα στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς, κάτι ανάμεσα σε θρύλος, μύθος και ανέκδοτο για τα μετέπειτα στο χρόνο οικογενειακά τραπέζια. Όταν ήμουνα μικρό παιδάκι ο πίνακας απασχολούσε το μεγαλύτερο μέρος από τις επισκέψεις μου εκεί-τακτικά Σάββατο παρά Σάββατο ερχόμασταν με τους γονείς μου- και μπορούσα να ακούω με τις ώρες τις ιστορίες του παππού που έπλαθε τριγύρω του. Ο πίνακας κατείχε ξεχωριστή θέση όχι μόνο στην οικογένεια αλλά και στο σαλόνι, απέναντι από την τεράστια βιτρίνα με τα γυαλικά της γιαγιάς και το πρωί η αντανάκλαση από τον ήλιο τον γέμιζε με χρώματα απ’ όλο το ουράνιο τόξο. Παρότι ο ίδιος φαινόταν αρκετά σκοτεινός, στην μισή πλευρά τουλάχιστον.
Κατά τα άλλα δεν είχε τίποτα το περίεργο, τίποτα το αφηρημένο. Έναν άντρα έδειχνε μονάχο, καθισμένο σε ένα τραπέζι καφενείου, σοβαρό, σκυθρωπό και σκεφτικό και άλλα επίθετα από -σ. Στρωμένα μπροστά του ένα νερό και ένας ελληνικός καφές-βαρύς γλυκός αν με ρωτάς τώρα θα έλεγα. Βουρτσιές δυνατές και καθαρές, μα με συναίσθημα ολίγον τι μυστήριο. Αυτός ίσως να ήταν και ο λόγος που μια τόσο απλή εικόνα έξαπτε σε τέτοιο βαθμό την περιέργειά μου και την παιδική φαντασία μου. Λίγο και τα λόγια του παππού, λίγο που τον είχανε περί πολλού στο σπίτι. Όλο ο πίνακας και ο πίνακας και προσοχή, μην αγγίζετε! Πέρα από ένα Σάββατο το δίμηνο που σαν ιεροτελεστία ξεκρεμιόταν και καθαριζόταν σχολαστικά από τη γιαγιά, μαζί με τις υπόλοιπες κορνίζες.
Μετά τον θάνατο της γιαγιάς, ο παππούς σταμάτησε πια να τον ξεκρεμάει, εξακολουθούσε όμως να μιλάει για αυτόν περί πολλού. «Μιας ζωής απόκτημα» έλεγε και ξανάλεγε, κι ας ήταν πλέον λίγο περισσότερο μελαγχολικό το βλέμμα του όταν τον κοιτούσε. Κι όταν αρρώστησε βαριά κι αυτός και έπεσε στο κρεβάτι, στη χάση και στην φέξη του, στη διαύγεια του μυαλού του ψέλλιζε λόγια ακαταλαβίστικα, πάντοτε για τον πίνακα. Και κανείς δεν καταλάβαινε ποτέ τι το σπουδαίο είχε τέλος πάντων αυτή η εικόνα˙ ένας άντρας που πίνει μονάχος τον καφέ του και αυτό είναι όλο. (Τους έκανε όλους πάντα βαθιά να απορούν). Άλλη μία γεροπαραξενιά και δεν δόθηκε συνέχεια.
Η μέρα που πέθανε ο παππούς ήταν κι η μέρα που ο κόμπος έφτασε στο χτένι του. Ο πίνακας με συμβολαιογραφική πράξη, υπογραφές και όλα τα παρεπόμενα ερχότανε και επίσημα στα δικά μου χέρια-εγώ τότε μόλις 16 χρονών. Ο μπαμπάς μου ακόμα περιγράφει έκπληκτος την μανία μου σαν μπήκαμε στο σπίτι, είχα γίνει κατακόκκινη λέει και τα μάτια μου γυάλιζαν χώρια απ’ τα δάκρυα. Εγώ ήμουν η πρώτη που ξεκρέμασα τον πίνακα μετά από τόσα χρόνια, όχι μόνο αυτό, αλλά τον πέταξα και με όση δύναμη είχα στο πάτωμα. Να δω πόση αξία είχε τελικά, τώρα που οι ιδιοκτήτες του χαθήκαν μια για πάντα. Ο πίνακας άνοιξε στα δύο και από το εσωτερικό του ξεχύθηκαν ένα μάτσο χαρτονομίσματα, τόσα πολλά που δεν είχα δει ξανά στη ζωή μου. «Μιας ζωής απόκτημα» έλεγε και ξαναέλεγε ο παππούς και τότε όλα έβγαλαν νόημα.
Το όνομά μου είναι αυτό που διαβάζετε. Σπουδάζω στους Χημικούς Μηχανικούς. Ζω στην Αθήνα και το βιογραφικό μου είναι τόσο μικρό που δεν αξίζει να το παραθέσω. Σκοπός εδώ είναι να πούμε όσα δεν έχουν θέση και (φυσικά) δε χωρούν σε ένα απλό “lunch break”.