Τελικά τι έχει μείνει απ΄τη φωτιά;

Απρ 4, 2022 | BLOG

Από ένα μπαρ στην Αθήνα μετά τις 2 τα ξημερώματα μπορείς να φύγεις είτε ευτυχισμένος, είτε αποκαρδιωμένος. Ο αλκοολισμός- ναι- είναι όπως τα λέει ο Καβάφης “ευσπλαχνικός”. Μπορεί όμως να γίνει και σκληρότατος, με τη μαγική του ιδιότητα να ανασύρει όλα εκείνα που με κόπο μέρες και νύχτες θάβαμε κάπου βαθιά σε μια απόμερη αυλή της ψυχής μας. Την αυλή που έχει μόνο σκουριασμένες κούνιες της παιδικής ηλικίας, το σπιτάκι του πρώτου μας εκείνου σκύλου, τη μπασκέτα που ποτέ δεν ήμασταν αρκετά καλοί για να σκοράρουμε σερί, και τ΄αρχικά στο δέντρο του πρώτου μεγάλου έρωτα.

Σε μια τέτοια αυλή με βρήκε και εμένα λοιπόν η επάνοδος στο σπίτι από έξοδο σε (αγαπημένο) μπαρ του κέντρου. Για κακή μου τύχη δεν ήταν ένα τυχαίο μπαρ. Ήταν το μέρος που έχουν φτιαχτεί αναμνήσεις με μια υπέροχη παρέα, και με έναν σπουδαίο έρωτα. Εκείνη τη μέρα όμως δεν ήταν δίπλα μου αυτή η παρέα, σίγουρα δεν ήταν εκεί και ο σπουδαίος έρωτας. Αυτοί έχουν χαθεί κάπου στον χρόνο, ή καλύτερα στα χρόνια, που περνάνε και δεν δίνουν λογαριασμό σε κανέναν. Το μπαρ πλέον δεν είχε την ίδια αίσθηση, δεν είχε την ίδια γλύκα. Ο μπαρμαν που παλιά έβρισκα αξιολάτρευτο τώρα μάλλον μου φαινόταν γερασμένος, τα φωτορυθμικά πολύ έντονα, η μουσική πολύ δυνατή, πολύ ασυνάρτητη. Τίποτα δεν είχε αυτό το μπαρ απ΄την παλιά του νοστιμιά. Στο μπαρ που παλιά ήταν σπίτι μου, τώρα ένιωθα ξένη.

Σε τίποτα απ΄αυτά δεν έφταιγε το μπαρ. Οι σκέψεις μου φταίγανε, που ταξιδεύανε στα περασμένα. Όση ώρα βρισκόμουν εκεί το έσωσα, όπως-όπως, και οι νέοι φίλοι δε κατάλαβαν ούτε την αμφιθυμία, ούτε την ασφυξία μου. Μα όταν έφυγα και μπήκα στο αυτοκίνητο, το ραδιόφωνο θέλησε ντε και καλά να σπάσει και την ύστατη αντίστασή μου. Η φωνή του Λαυρέντη και του Πορτοκάλογλου και ο πρώτος στίχος “Που είναι οι φίλοι οι παλιοί, πού είν’ οι παλιοί μου φίλοι. Πού είν’ οι δικοί μου πού είν’ οι εχθροί που χάθηκες κι εσύ.”. Άνθρωποι είμαστε, δάκρυα είμαστε, δάκρυα γίναμε, εγώ και η περηφάνια μου μέσα στ΄αμάξι και μέσα στην Συγγρού. Κι αντί κάποιος ραδιοφωνικός παραγωγός-δε ξέρω- να βγει να πει “cut” μπας και σώσει το ξέσπασμα, το τραγούδι συνέχισε την πορεία του:

Ποιος θα ’ρθει απόψε
στη γιορτή
ποιος θα `ρθει στη γιορτή μου
και ποιος κρατάει στη βροχή
τη φλόγα ζωντανή.

Βάλε να πιω και να χορέψω
μες στον κατακλυσμό.
Κι αν ζαλιστώ,
κι αν δεν αντέξω,
βάλε ξανά να πιω.”

Τα λόγια περίσσευαν πια…Όσες αναμνήσεις είχα θάψει στην αυλή αναστήθηκαν. Τα δάκρυα πλήθυναν. Πάτησα φρένο, κι άλλο λίγο, έβγαλα αλάρμ, έμεινα σε μια άκρη του δρόμου και πότισα εκείνη την αυλή. Με τι; Με νοσταλγία.

Βάλθηκα μετά να απαντήσω εγώ στην ερώτηση: “Τι έχει μείνει απ’τη φωτιά;”, τη φωτιά των περασμένων που αυτούσια δε γυρνούν. Τους φίλους που φύγαν και γελάνε πια με άλλα αστεία, τους έρωτες που φύγαν και ποτίζουν άλλα σεντόνια, τα μέρη που είναι εκεί (θέλουν-δε θέλουν) μα γέρνουν τη ζυγαριά από την ευσπλαχνία στην αμφιθυμία. Εγώ και οι άδειοι δρόμοι της Αθήνας, τελικά αποφαθνήκαμε ότι εκείνο που μένει απ΄τη φωτιά είναι η ίδια η ανάμνηση της φωτιάς. Και αυτό είναι αρκετό. Γιατί η φωτιά υπήρξε και από μόνο του αυτό το γεγονός δίνει τα εχέγγυα πως θα ξανα-υπάρξει. Θέλοντας ή μη, θα ξαναγυρίσω στον Καβάφη. Εσύ που αξιώθηκες τη φωτιά “δίχως των δειλών τα παρακάλια και παράπονα” πρέπει να βρεις το θάρρος να την αντικρίσεις να σβήνει, αλλά και με τα χέρια σου να ανάψεις μια καινούργια που να την συναγωνίζεται…

Αφήνω εδώ το τραγούδι ελπίζοντας να ενωθούμε:

σχετικά άρθρα

Η επιστήμη μας είναι θετική και θέλουμε κι ανθρώπους θετικούς

Η επιστήμη μας είναι θετική και θέλουμε κι ανθρώπους θετικούς

Αυτό το άρθρο, φοβάμαι ότι θα έχει περιορισμένο κοινό. Νομίζω πως θα ταυτιστούν εκείνοι που έχουν σκύψει πολλή ώρα πάνω από μια εξίσωση κι έχουν γουστάρει απέραντα