Γράφει η Στέλλα Παναγούλη
Είναι στιγμές της σύγχρονης ελληνικής «ιστορίας» που στεναχωριέμαι που ήμουν μικρή (ή αγέννητη) και δεν τις έζησα. Το πρώτο πράγμα που μου έρχεται στο μυαλό; Η στιγμή που άλλαξε ο χρόνος και μπήκε το 2000, και η νύχτα έγινε μέρα από τα εκατοντάδες πολύχρωμα βεγγαλικά που εκτοξεύθηκαν στον αθηναϊκό ουρανό, υπό τη μουσική του αείμνηστου Μίκη Θεοδωράκη. Και θα ήθελα τρομερά να συμμετέχω στο πλήθος που βγήκε στους δρόμους και τους γέμισε, για να πανηγυρίσει και να γιορτάσει. Ένα ξέφρενο ανθρώπινο πλήθος που ξεχύνεται στους δρόμους της Αθήνας, και στα μάτια μου είναι σαν να κραυγάζει «Νικήσαμε! Τα καταφέραμε! Είμαστε ακόμα εδώ!». Είναι κάπως σαν εκείνη τη στιγμή ο άνθρωπος να βγάζει τη γλώσσα στη ζωή, να ξεγελά το χρόνο που τρέχει γιορτάζοντάς τον και όχι μακαρίζοντας τον ως συνήθως. Κάποιος πιο κυνικός θα σπεύσει να πει ότι η αλλαγή της χιλιετίας ήταν απλώς μια στιγμή και πως τίποτα δεν άλλαξε στις ζωές των ανθρώπων μέσα σε αυτό το ένα δευτερόλεπτο· Σύμφωνοι, αλλά πως θα ήταν η ζωή μας χωρίς συμβολισμούς; Τους συμβολισμούς τους χρειαζόμαστε για να επιβιώσουμε.
Ένα άλλο γεγονός που θα ήθελα πολύ να ζήσω -ή μάλλον να είμαι αρκετά μεγάλη ώστε να το εκτιμήσω- είναι ο τελικός του Euro, στις 4 Ιουλίου του 2004. Η μέρα που η εθνική Ελλάδος στέφθηκε πρωταθλήτρια Ευρώπης κερδίζοντας με το ένα και μοναδικό γκολ του αγώνα την ομάδα της Πορτογαλίας στη Λισαβόνα. Για το ποδόσφαιρο μου λείπουν ακόμη και οι βασικές γνώσεις, και τι δε θα ‘δινα όμως να ήμουν στο γήπεδο εκείνη τη μέρα. Ή έστω σε κάποια πλατεία, στην Αθήνα ή στη Θεσσαλονίκη ή σε κάποια επαρχία μπροστά σε μια γιγαντο-οθόνη, περιτριγυρισμένη από άλλους ανθρώπους, να μοιραζόμαστε το ίδιο αίσθημα προσμονής. Εκατομμύρια μάτια συντονισμένα και στυλωμένα πάνω στην οθόνη. Μια νευρικότητα που δεν αφήνει κανέναν να κάτσει σε καρέκλα, γι’ αυτό και όλοι είναι όρθιοι κάνοντας μικρές ή μεγάλες κινήσεις. Το συναίσθημα είναι ήδη τεράστιο και σε λίγη ώρα θα γίνει πελώριο -είτε χαρά είτε απογοήτευση, θα δείξει. Και την τελευταία στιγμή, εκεί που η νευρικότητα μας έχει τσακίσει, νικάμε. Νικάμε, και η γη δε μας χωράει!
Παρένθεση: Αυτή η φράση χρησιμοποιείται συνήθως για να εκφράσει πολύ μεγάλη στεναχώρια, εγώ όμως την αντιλαμβάνομαι διαφορετικά. Εμένα η γη δε με χωράει όταν είμαι εξαιρετικά χαρούμενη, τόσο χαρούμενη που εξυψώνομαι και γίνομαι τόσο τεράστια που μια ολόκληρη γη δε φτάνει να με χωρέσει. Όταν νιώθω στεναχωρημένη, νιώθω πολύ πολύ μικρή. Κούτσικη.
Ξέρω ότι οι έννοιες έθνος και γηπεδικός φανατισμός είναι πολύ αμφιλεγόμενες, και καλά κάνουν και είναι γιατί έχουν συμβεί φρικτά πράγματα στο όνομά τους, και δυστυχώς συμβαίνουν ακόμη και σήμερα. Εγώ όμως μιλώ για την εμπειρία του να μοιράζεσαι το ίδιο συναίσθημα με ένα τεράστιο πλήθος ανθρώπων, τη σύνδεση που σου προσφέρει μια τέτοια εμπειρία και τη στιγμή που δεν είσαι πλέον άτομο αλλά σύνολο. Όταν ο φανατισμός έγκειται στην αγάπη σου για τον άνθρωπο και τη λαχτάρα σου να συνδεθείς μαζί του δεν μπορεί να είναι επικίνδυνος. Η εικόνα του μεγάλου πλήθους που φωνάζει συγχρονισμένα μια λέξη, ένα σύνθημα, ένα τραγούδι, – φυσικά μόνο αν αυτό που ειπώνεται είναι στα πλαίσια του αποδεκτού- πάντα θα με αγγίζει.
Για αυτό και δεν πρόκειται ποτέ στη ζωή μου να ξεχάσω την 7η Οκτώβρη του 2020. Έξω από το εφετείο, η ανακοίνωση της απόφασης και την επόμενη στιγμή η συγχρονισμένη μας κραυγή που υψώθηκε στον ουρανό. Όλη η φωνή που είχα μέσα μου συγχρονίστηκε με όλη τη φωνή που είχε μέσα της η διπλανή μου και όλη τη φωνή που είχε μέσα του ο διπλανός μου και ήταν μια στιγμή μαγική. Η μεγαλύτερη νίκη που έχω ζήσει τα 21 χρόνια της ζωής μου. Η συγκεκριμένη στιγμή, η συγκεκριμένη ένωση με το συγκεκριμένο πλήθος για το συγκεκριμένο λόγο και τη συγκεκριμένη νίκη, με αποζημιώνει για κάθε άλλη στιγμή ένωσης που δεν έζησα.