Οι γυναίκες που το 2020 μίλησαν μαζικά και δημόσια για την έμφυλη κακοποίηση που υπέστησαν ανά τα χρόνια, στο χώρο του θεάτρου και όχι μόνο, σαφώς είχε θετικό αντίκτυπο στην κοινωνία μας η οποία αντανακλαστικά έσπευσε να καταδικάσει τους θύτες και το φαινόμενο αυτό γενικότερα. Βέβαια, η αλήθεια είναι ότι όχι, οι κοπέλες δε σταμάτησαν να φοβούνται γυρίζοντας μόνες τους στο σπίτι, ούτε έπαψαν να νιώθουν άβολα όταν χρειάστηκε να συναναστραφούν με μεγαλύτερους άνδρες- γιατί κατά τη γνώμη μου, είναι κι αυτό ένα αρκετά αξιοσημείωτο «λούκι» που χρειάζεται να υποστεί μια κοπέλα στα πλαίσια του φύλου της. Ο φόβος είναι απτό συναίσθημα, καθόλου ευχάριστο αλλά γνώριμο σε όλους, γυναίκες και άνδρες, υπάρχει όμως κι αυτό το άλλο, το πιο ανεπαίσθητο και πιο περίπλοκο να εξηγήσεις, ένα είδος αμηχανίας κατά τη συναναστροφή με κάποιον μεγαλύτερο -συνήθως- άνδρα, τον καθηγητή, το αφεντικό, τον υπάλληλο στο πάρκινγκ που θα αφήσεις το αμάξι ή στα ΚΤΕΟ. Αμηχανία διότι τον βλέπεις άθελα σου σαν υποψήφιο «παρενοχλητή», διότι ξέρεις ότι μπορεί με ένα αθώο σχολιάκι να κάνει τα μάγουλα σου να πάρουν αυτομάτως φωτιά, και αν είσαι και λίγο πιο ευαίσθητη τα μάτια σου να βουρκώσουν αντανακλαστικά. Και μετά από ένα τέτοιο σχολιάκι θα συνεχίσετε και οι δύο τη μέρα σας κανονικά, δε λέω ότι ένα τέτοιο γεγονός σου καθορίζει τη ζωή, ούτε καν τη μέρα σου, απλώς αναρωτιέμαι αν είναι όντως εντάξει να βιώνει μια γυναίκα τέτοιου είδους στιγμές μέσα στην καθημερινότητά της. Εκείνος σίγουρα δεν ήθελε να σε κάνει να νιώσεις άσχημα, είναι ο τρόπος του να εκφράζεται και μάλιστα το θεωρεί και απαράβατο δικαίωμά του να το κάνει -«Μα δεν της είπα και τίποτα κακό!». Αυτή η έλλειψη ενσυναίσθησης όμως είναι που δημιουργεί τέτοιες καταστάσεις, και δε λέω ότι είναι όλοι έτσι φυσικά, λέω απλώς ότι πολλές φορές οι γυναίκες στερούνται αυτού του είδους την «ανεμελιά» στην καθημερινότητά τους, και ότι το να ζεις έτσι είναι καμιά φορά κουραστικό και άβολο.-
Οι γυναίκες λοιπόν που μίλησαν τότε συνέβαλαν στο να συζητηθεί επιτέλους η έμφυλη βία ανοιχτά και παντού, στο να αποκαλυφθεί η υποκρισία θεσμών, δομών και κυβερνήσεων και φυσικά στο να τιμωρηθούν πολλά από τα τέρατα που εν αγνοία μας θεοποιούσαμε. Ναι, μπορεί να έγινε «μόδα» και να υπήρξε κατάχρηση του θέματος από εκπομπές για τηλεθέαση, η ουσία όμως είναι πως ακούστηκαν και εδραιώθηκαν λέξεις όπως σεξουαλική κακοποίηση και βιασμός, και κάποια μυαλά κατάφεραν να πάνε τη σκέψη τους ένα βηματάκι παραπέρα, τουλάχιστον μέχρι τη βασική διάκριση του ποιος είναι ο θύτης και ποιος το θύμα.
Πολλές, εξαιρετικές συνεντεύξεις δόθηκαν εκείνη την περίοδο και μάλιστα πρόσφατα ήρθε στο μυαλό μου μία από αυτές, διαβάζοντας το «Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ» ,την ιστορία ενός εφήβου που για χρόνια αντιμετώπιζε τη λεκτική και ψυχολογική βία που του ασκούνταν από τον περίγυρό του. Οι ωμές περιγραφές της συστηματικής βίας και ο τρόπος που το βιβλίο έριχνε φως στην ψυχοσύνθεση του θύματος με έκαναν να θυμηθώ την ολιγόλεπτη συνέντευξη που έδωσε η Κατερίνα Λέχου πέρσι το χειμώνα, σε μια πρωινή εκπομπή. Η ηθοποιός κατήγγειλε συστηματική λεκτική και ψυχολογική κακοποίηση από τον συνάδελφο της Γιώργο Κιμούλη, η οποία μάλιστα τις περισσότερες φορές πραγματοποιούνταν την ώρα που οι δύο ηθοποιοί βρίσκονταν επί σκηνής. Μέσα σε μια συνέντευξη οχτώ λεπτών η Κατερίνα Λέχου καταθέτοντας τα βιώματά της έδωσε τον πιο ακριβή ορισμό της ψυχολογικής βίας και περιέγραψε με ανατριχιαστικό ρεαλισμό το καθεστώς τρόμου που μπορεί κάποιος να σου επιβάλει χρησιμοποιώντας τις λέξεις του και μόνο.
«Η λεκτική βία και η ψυχολογική επειδή δεν είναι απτή, είναι λίγο σαν ένα άγριο θηρίο το οποίο κάθεται, ενεδρεύει, παραμονεύει και δεν ξέρεις τι ώρα θα εφορμήσει. Άρα σημαίνει ότι είσαι συνέχεια σε εγρήγορση εσύ, το θήραμα. Είσαι σε εγρήγορση, είσαι σε άμυνα – αυτό είναι εξουθενωτικό έτσι; Δεν ξέρεις αν μπορείς να επιβιώσεις, σε ενδιαφέρει μόνο η επιβίωση σου εκείνη τη στιγμή και είναι ένας τρομερός ιστός αράχνης.»
Η εγρήγορση είναι για μένα το πιο χαρακτηριστικό γνώρισμα τέτοιων καταστάσεων. Η συνεχής εγρήγορση με την οποία αναγκάζεται ένα θύμα να ζει κοντά στο θύτη του, οι κεραίες μονίμως ανοιχτές και τεντωμένες, έτοιμες να εντοπίσουν, να προβλέψουν και να προλάβουν την επικείμενη επίθεση. Η ανάγκη για εγρήγορση, το καθεστώς φόβου και ανασφάλειας είναι το πιο εξουθενωτικό στοιχείο και πολλές φορές το βίωμα αυτού είναι ακόμη πιο σκληρό και από την ίδια την επίθεση. Όντως, σε ενδιαφέρει μόνο η επιβίωση σου εκείνη τη στιγμή. Να εφορμήσει το θηρίο, να χορτάσει και να φύγει και εσυ να αντέξεις -όχι τις λέξεις! την ίδια την κατάσταση. Και, το βασικότερο, να μην καταλάβει κανείς τίποτα. Να μην πέσει στην αντίληψη κανενός γιατί αυτό συνεπάγεται τη μέγιστη ταπείνωση, πολύ μεγαλύτερη από αυτή που σου δημιουργούν οι ίδιες οι προσβολές. Όλο αυτό λοιπόν παίρνει τη μορφή μιας κρυφής τελετουργίας ανάμεσα στο θύτη και στο θύμα που διαιωνίζεται μέχρι ο θύτης να βαρεθεί. Και είναι, όντως, ένας τρομερός ιστός αράχνης.