Στο τρίτο στενό παράλληλα της κεντρικής λεωφόρου-σχεδόν πάνω στην στροφή-στέκει ένα ψηλό γκριζωπό κτήριο. Έχει περίεργο πρόσωπο, αμφιθυμικό θα έλεγε κανείς. Τα ματόκλαδά του, κόκκινα στο χρώμα, καλύπτουν αρμονικά το πάνω μέρος των ματιών του. Η σπινθηροβόλα λάμψη τους τρυπώνει στον αμφιβληστροειδή το παιδιού κοιτάζοντάς το πονηρά και ερωτικά, την ώρα που μία κουρτίνα παραπαίει, κλείνοντάς του το μάτι. Η πόρτα, πελώριο στόμα, κλειστή και κλειδαμπαρωμένη, ασπίδα προστασίας από τους μοναχικούς κλέφτες των χριστουγεννιάτικων δώρων.
Το παιδί ακούει το σπίτι να του λέει ειρωνικά: «Αλλιώς περίμενες την ημέρα του εξιτηρίου σου, έτσι δεν είναι;». Η διπλή προσδοκία, του ραγίζει την καρδιά. Από την μία το κοινωνικό άγχος των Χριστουγέννων, από την άλλη η σφοδρή επιθυμία για ένα ζεστό πιάτο μαγειρευτό φαγητό από τα χέρια της μητέρας του. Ήταν βέβαια αδύνατον πρακτικά να εκπληρωθεί η δεύτερη ευχή. 5 χρόνια στις φυλακές ανηλίκων δεν πίστευε ότι θα άφηναν τόσο έντονο το αποτύπωμά τους στην ροή της καθημερινότητας… Μα ο κόσμος του φαινόταν αλλαγμένος, όχι μόνο εξαιτίας των γιορτινών στολισμών της Αθήνας. Το πλακόστρωτο το έβλεπε πιο βρώμικο από ποτέ, τους ανθρώπους πιο σκυθρωπούς από πριν, που ξέρεις μπορεί να φταίει και η πανδημία, τις καφετέριες πιο άδειες, τις χριστουγεννιάτικες μουσικές που ηχούν στα μαγαζιά της Ερμού, πιο μελγαχολικές.
Πίσω από τα σίδερα ζωγράφιζε. Είχε ζητήσει από την μητέρα του να του φέρει τις ξυλομπογιές που χρησιμοποιούσε στο σχολείο όταν ήταν μικρός. Τότε που το απαξιωτικό βλέμμα της δασκάλας του χαράχτηκε ύπουλα στα αυλάκια του μυαλού του και διακλαδώθηκε με το συναίσθημά του … Αποτυπωμένο για πάντα εκεί, μια γερή στάμπα που συνδεόταν με ένα βαθύ και σκοτεινό αίσθημα ανικανότητας. Τότε λοιπόν, ονειρευόταν να γίνει μεγάλος ζωγράφος σαν τον Van Gogh που ζωγράφισε τον «Έναστρη Νύχτα» όντας έγκλειστος στο ψυχιατρείο. Και να που στα 13 του, βρέθηκε και αυτός έγκλειστος στις φυλακές ανηλίκων, να προσπαθεί να ζωγραφίσει αυτό το έργο που τόσο πολύ τον είχε συγκινήσει στις τελευταίες τάξεις του δημοτικού. Μία μέρα στο σχολείο έσπευσε να δοκιμάσει την πικρή γεύση της πρώτης προσπάθειας. Μα δεν ήταν μόνο πικρή. Μόλις είδε το αντίγραφο του έργου, ο δάσκαλος των εικαστικών σχημάτισε μία τεράστια καμπύλη με τα χείλη του και βροντοφωναχτά γέλια ξεγλύστρησαν από το στόμα του. «Που το ξέρεις εσύ αυτό το έργο;». Ντράπηκε. Δεν ήθελε να πει πως στο σπίτι δεν υπήρχε υπολογιστής. Το είδε στα κλεφτά, στον υπολογιστή της δημοτικής βιβλιοθήκης… Δεν μίλησε. Κατέβασε το κεφάλι και έπνιξε την λαλιά του. Αργότερα, αυτός ο πνιγμός της λαλιάς δεν θα άντεχε άλλο, θα τάραζε τις φωνητικές του χορδές, θα ανέβαινε σιγά σιγά στον λαιμό του, θα σχηματιζόταν στο στόμα του και θα έβγαινε ως παραμορφωμένο ουρλιαχτό, που θα ζητούσε διέξοδο και απελευθέρωση από την χρόνια καταπίεση.
Ζωγράφιζε λοιπόν στις φυλακές, έναν κόσμο αλλιώτικο. Έναν κόσμο ουτοπικό για εκείνον και τον εαυτό του νηφάλιο να περπατά στα μονοπάτια του. Χρησιμοποίησε χρώματα, πολλά χρώματα, σχεδιάζοντας, ήλιους, ουράνια τόξα και πολύχρωμα παράθυρα. Καταπράσινο γρασίδι και πολλά σχολεία κόκκινα, κίτρινα και μωβ. Ζωγράφισε το πορτρέτο της μητέρας του να χαμογελάει, του πατέρα του να κάθεται στον μονό καναπέ και να του χαϊδεύει γλυκά το κεφάλι και την αδελφή του να γυρνάει στο σπίτι με καθαρό πρόσωπο. Ζωγράφιζε μία παρέα φίλων να τον αγκαλιάζουν σφιχτά και να τσουγκρίζουν παγωμένα ποτήρια με μπύρα, ζωγράφισε ένα γεμάτο πορτοφόλι, ένα όμορφο σπίτι και το προφίλ της Μαρίας πριν τον αφήσει. Τέλος, ζωγράφισε τον ίδιο του τον εαυτό μπροστά σε έναν λευκό καμβά, κρατώντας πινέλα στο δεξί του χέρι και στο αριστερό, μία ζεστή κούπα καφέ.
Όλα αυτά θυμόταν καθώς διέσχιζε την καταστόλιστη Βασιλίσσης Σοφίας, τρυπώνοντας σε ένα σοκάκι. Ήταν πολύ σκοτεινά, όπως ακριβώς του άρεσε. Βρήκε την κατάλληλη φλέβα, έβγαλε την σύριγγα και ένα αίσθημα βαθιάς ανακούφισης τον πλημμύρισε. Είδε τότε μπροστά του την έναστρη νύχτα του Van Gogh. «Τελικά είναι όντως η καλύτερη μέρα της ζωής μου» ψιθύρισε πριν πέσει σε βαθύ ύπνο.