Μέρες στριφογυρίζει στο κεφάλι μου η όλη ιστορία με το λάιβ του Λεξ και ακόμα δεν έχω καταφέρει να την καταπιώ.
Δεν τόλμησα να γράψω κάτι σχετικό διότι από το ξημέρωμα κι όλας της 4ης Ιουλίου το ζήτημα είχε ήδη υπερκορεστεί στο δημόσιο διάλογο: Πρωτοσέλιδα σε εφημερίδες και σάιτ, εκτενή άρθρα, podcasts, δηλώσεις άλλων καλλιτεχνών και δημοσίων προσώπων προσπάθησαν να αναλύσουν, άλλοτε εύστοχα και άλλοτε εντελώς άστοχα, το φαινόμενο Λεξ. Το φαινόμενο ενός καλλιτέχνη που κάτω από τη μύτη μιας ολόκληρης κοινωνίας, σχεδόν αθόρυβα, γέμισε ένα στάδιο με 25.000 εκστασιασμένους νέους. Και όλοι έχουν την ίδια απορία: Πώς τo έκανε;
Από τις αρχές Ιουλίου με τις φίλες μου έχουμε ανεβεί στη Θεσσαλονίκη για να κάνουμε πρακτική. Από τη στιγμή που πατήσαμε το πόδι μας στην πόλη του φυσικά δημιουργήθηκε και αναπαράχθηκε πολλές φορές το αστείο: “Μακάρι να τον πετύχουμε στο δρόμο”. Ρωτήσαμε και πληροφορηθήκαμε -μεταξύ σοβαρού και αστείου- από τους ντόπιους φίλους μας σε ποιες περιοχές και μαγαζιά συχνάζει, αλλά τα στέκια ήταν πολλά και οι πιθανότητες ελάχιστες. Μέχρι που σήμερα στις 6 το πρωί ήρθε το ουρανοκατέβατο μήνυμα από την Αναστασία: «Μόλις έπεσα πάνω στον Λεξ. Είναι στο ύψος μου περίπου». Κι εκείνη τη στιγμή, σαν να μου ήρθε φλασιά, κατάλαβα τι είναι αυτό που δεν μπορώ με τίποτα να καταπιώ.
Κατά τη γνώμη μου ο Λεξ είναι ένας σύγχρονος θρύλος, με όλη τη σημασία της λέξης. Και για του λόγου το αληθές, η σημασία της λέξης είναι η εξής:
1. Θόρυβος γύρω από κάτι σπουδαίο.
2. Προφορική παράδοση από γενεά σε γενεά.
3. Ήχος σαν από πολλές φωνές, προφορική διάδοση, αβέβαια φήμη.
Θόρυβος γύρω από κάτι σπουδαίο.
Αβέβαια φήμη.
Ο Λεξ διατηρεί μια τεράστια απόσταση ανάμεσα στον εαυτό του και το κοινό του και η μοναδική γέφυρα που συνδέει αυτά τα δύο είναι η τέχνη του. Τόσα χρόνια δεν έχει δώσει συνεντεύξεις παρά ελάχιστες, μικρές, στις οποίες δεν έδωσε ποτέ καμία πληροφορία για τον εαυτό του ή τη ζωή του παρά μίλησε μονάχα για τη μουσική του. Στην εποχή της εικόνας, που ο κάθε άνθρωπος είναι συνυφασμένος με ένα ψηφιακό προφίλ (όπου τα όρια του πραγματικού με το ψεύτικο είναι λεπτά, γιατί αυτό ακριβώς είναι το χαρακτηριστικό των social) εκείνος απέχει. Δε σου δίνει τη δυνατότητα να κοιτάξεις μέσα από την κλειδαρότρυπα του, δε σου επιτρέπει να ικανοποιήσεις την επιθυμία σου, την αν μη τι άλλο αγνή, καλοπροαίρετη και καθόλου κουτσομπολίστικη επιθυμία να έρθεις λίγο κοντά στον καλλιτέχνη που θαυμάζεις τόσα χρόνια και ακούς φανατικά. Να μάθεις ένα- δυο στοιχειώδη πράγματα για την καθημερινή ζωή του και να τον “ακολουθήσεις”. Δεν κάνει δηλώσεις και δε σχολιάζει τίποτα, δεν βγαίνει στο προσκήνιο με κανέναν άλλο τρόπο παρά μόνο με τη μουσική του και το γεγονός αυτό από μόνο του ανεβάζει ακόμα περισσότερο -αν αυτό γίνεται- την αξία της μουσικής του.
Και δεν είναι μόνο αυτό.
Οι ζωντανές εμφανίσεις που έχει κάνει ο Λεξ τα τελευταία χρόνια είναι μετρημένες στα δάχτυλα του ενός, άντε των δύο χεριών. Μπορεί το 2019 να γέμισε το Θέατρο Πέτρας με 10.000 ανθρώπους στην παρουσίαση του δίσκου του, δε βιάστηκε όμως να το ξανακάνει. Πέρα από δυο ή τρία singles που κυκλοφόρησε, ο νέος δίσκος του ήρθε τρία ολόκληρα χρόνια μετά. Ήρθε όταν εκείνος αποφάσισε πως είχε κάτι να πει, χωρίς να ακολουθεί κανέναν κανόνα ζήτησης και προσφοράς. Και δεν κάλεσε κανέναν να έρθει στο λάιβ του. Απλώς ανακοίνωσε -μέσα από ένα προφίλ στο Instagram με 133 χιλ. ακόλουθους και μηδέν δημοσιεύσεις- πως θα τραγουδήσει ζωντανά στο τάδε μέρος την τάδε μέρα και ώρα και δε φαίνεται να ασχολήθηκε περεταίρω. Και με τα δεδομένα αυτά, 25.000 κόσμου έσπευσε να παρευρεθεί, κι αν το στάδιο χωρούσε κι άλλους θα παρευρίσκονταν κι άλλοι. Κι όταν ο Λεξ βγήκε στη σκηνή και αντίκρισε το μεγαλύτερο ακροατήριο που έχει υπάρξει τα τελευταία χρόνια σε συναυλία, δεν άλλαξαν πολλά στη στάση του. Παρέμεινε απρόσιτος, δεν επιδόθηκε σε ευχαριστήριους λόγους, δεν απευθύνθηκε στο κοινό του, σχεδόν δεν του έδωσε καμία σημασία. Δεν έσκασε ένα χαμόγελο αντικρίζοντας τον θρίαμβο, το όνειρο. Ακόμη και στη βραδιά της απόλυτης δόξας του δεν άφησε στιγμή τον άνθρωπο να πάρει τη θέση του καλλιτέχνη. Αυτό πάει να πει υπηρετώ την τέχνη και αυτό πάει να πει εκπροσωπώ.
“Ζω και μ’αγαπάνε σαν να πέθανα.”
Μέχρι τώρα νόμιζα πως αναφέρεται στο πόσο τον αγαπούν, ενώ σήμερα κατάλαβα ότι αναφέρεται στο πώς. Σαν να πέθανε, σαν να είναι ένα σύμβολο μόνο, ένα είδωλο και όχι ένα πρόσωπο υπαρκτό, που περπατάει τροχάδην έξι τα ξημερώματα στις 13 Ιουλίου, έξω από το νεκροταφείο της Ευαγγελίστριας, ερχόμενος από κάπου και πηγαίνοντας κάπου αλλού.