Το τραύμα είναι μια ψυχική συνθήκη που υπερβαίνει τον χρόνο. Ακόμα κι όταν έχεις συμφιλιωθεί – όσο μπορείς, όσο είναι εφικτό – με την οδύνη του, είναι παρόν, κι εξακολουθεί, ύπουλα κι ανύποπτα, να σε πληγώνει, να σε επαναφέρει στην πρωτογενή στιγμή του, τότε που κάποιος ή κάτι σε εκμηδένισε, σε ξερίζωσε, τότε που πίστεψες πως είναι αδύνατον να συνεχίσεις να ζεις με τόσο πόνο. Τα τραύματα μας ακολουθούν σ’ όλη τη ζωή μας. Οπότε είναι τουλάχιστον αγριότητα να λέμε στον τραυματισμένο “Έλα μωρέ, τόσα χρόνια πέρασαν, τι τα θυμάσαι και τα σκαλίζεις;” Το ότι επιβίωσες παρά τον σπαραγμό και τον αφανισμό δεν σημαίνει ότι τον ξέχασες, ότι το κακό εξανεμίστηκε, ότι συγχωρεμένος αυτός που σε σακάτεψε.
Μόλις διάβασα τα λόγια αυτά ένιωσα ότι συμπληρώθηκε ένα κομμάτι στο εσωτερικό μου παζλ. Ότι κάτι πλέον έβγαζε περισσότερο νόημα. Όταν τα ξαναδιάβασα έβαλα τα κλάματα, όταν τα ξαναδιάβασα ένιωσα ξαφνικά τρομερά δυνατή, και εν τέλει αφού τα ξαναδιάβασα αρκετές φορές τα αποστήθισα.
Πρόκειται για μια παράγραφο που ανάρτησε ο Αύγουστος Κορτώ στην προσωπική του σελίδα στο Facebook, τον Ιανουάριο του 2021. Για να είμαι ειλικρινής δεν ήξερα πολλά για εκείνον πριν πέσω τυχαία πάνω στο post του αυτό. Ήξερα το όνομά του καθώς και το βιβλίο με το οποίο έγινε ευρέως γνωστός στο αναγνωστικό κοινό, το Βιβλίο της Κατερίνας, το οποίο διηγείται τη ζωή της μητέρας του και ο κόσμος το αγάπησε πολύ. Τον Κορτώ τον «ακολούθησα» εκείνη τη μέρα και, καθώς δημοσιεύει συχνά στο Facebook, διαβάζω κάθε μέρα από μια σκέψη του. Kαι αυτό είναι μια πολύ ωραία μικρή προσθήκη στην καθημερινότητά μου.
Ο Αύγουστος Κορτώ τα λέει όλα χύμα και δεν προσπαθεί να ξεγελάσει κανέναν ούτε να ωραιοποιήσει την εικόνα του εαυτού του. Μιλάει ανοιχτά εδώ και χρόνια για την κατάθλιψη που τον ταλαιπωρεί από τα 22 του καθώς και για την απόπειρα αυτοκτονίας που έκανε, και δεν ντρέπεται, γιατί η κατάθλιψη είναι αρρώστια και κανείς δεν πρέπει να ντρέπεται επειδή είναι άρρωστος. Σε μία κοινωνία που μουδιάζει στο άκουσμα των λέξεων «ψυχίατρος» και «ψυχική υγεία» εκείνος καταρρίπτει τα ταμπού και παρακινεί τους συμπάσχοντες να ζητήσουν ιατρική βοήθεια αλλά και να μιλήσουν στο περιβάλλον τους, γιατί η ορατότητα και το μοίρασμα της ψυχικής αρρώστιας είναι το πρώτο βήμα για την αντιμετώπισή της. Στην ελληνική κοινωνία όπου το ζήτημα των ψυχικών ασθενειών είναι πολύ ευαίσθητο, ο Αύγουστος Κορτώ παλεύει ώστε να πάψει να είναι πολύ ευαίσθητο, παλεύει ώστε να είναι ένα ζήτημα που συζητείται ανοιχτά και δε δημιουργεί στίγμα σε κανέναν. Παράλληλα ,για τον ίδιο το να μιλάει ανοιχτά για κάτι τέτοιο είναι ένας τρόπος να αναμετρηθεί με το τραύμα του, να το εξορκίσει και να το αποδυναμώσει.
Ωστόσο, ο ακτιβισμός του δεν περιορίζεται μονάχα στο θέμα της ψυχικής υγείας. Με το δημόσιο λόγο του, ο Αύγουστος Κορτώ τάσσεται ενάντια σε όλα τα στερεότυπα που μολύνουν και ασχημαίνουν την κοινωνία μας και μιλά για τα ανθρώπινα δικαιώματα, την ομοφυλοφιλία, τη θέση της γυναίκας και την πατριαρχία, τις διατροφικές διαταραχές, το AIDS. Με κοινωνική ευαισθησία και ευθύ λόγο σχολιάζει θέματα της επικαιρότητας -αν μη τι άλλο, η πραγματικότητα που ζούμε τα τελευταία χρόνια του δίνει συνεχώς αφορμές- φροντίζοντας πάντα να φωτίζει την ανθρωπιστική πλευρά.
Μετά από τόσο καιρό εγώ τον νιώθω σαν φίλο μου κι ας μη τον γνωρίζω προσωπικά. Μοιράζεται με προθυμία τον εαυτό του με τους διαδικτυακούς του φίλους, με τον αυθορμητισμό ενός μικρού παιδιού και με μια τάση διαρκούς αυτοσαρκασμού. Φωνάζει δυνατά την αγάπη του για τους δύο άντρες της ζωής του, τον Τάσο και τον Τζέρι, μοιράζεται στιγμιότυπα από την καθημερινότητά του και δεν παραλείπει να εκφράσει τη βαθιά ευγνωμοσύνη που νιώθει προς τους κοντινούς του ανθρώπους, που για εκείνον είναι στήριγμα.
Με λίγα λόγια, θεωρώ πως ο Αύγουστος Κορτώ είναι αξιαγάπητος. Και για αυτό το λόγο θα παραθέσω κάποιες αναρτήσεις του, αυτές που εγώ ξεχώρισα, που διάβασα δυο και τρεις φορές, τους μήνες που εγώ κι αυτός «κάνουμε παρέα» μέσα από το Facebook.
22 Απριλίου 2021
Πριν τρία χρόνια, άρρωστος βαριά, προσπάθησα να πεθάνω – και δεν τα κατάφερα, γιατί την τελευταία στιγμή αποφάσισα ότι η ραγισμένη ψυχή είναι απείρως προτιμότερη απ’ την παντοτινή εξάλειψή της.
Έκτοτε, οι άνθρωποι της καρδιάς μου, οι φίλοι κι άγνωστοι που με στήριξαν, με περιέβαλλαν με την αγάπη τους και με βοήθησαν – μαζί με τους γιατρούς μου και τα φάρμακα, τη δουλειά και την καθημερινή προσπάθεια – να ορθοποδήσω, μ’ έχουν περιγράψει με περισσή γενναιοδωρία ως “δυνατό”, ή ακόμα και “γενναίο”.
Όμως ο δυνατός δεν χρειάζεται να επιβιώσει – γιατί ζει, χάρη στην τύχη της ψυχικής του φτιαξιάς, χωρίς βουτιές στην άβυσσο.
Όχι: με το ιστορικό μου, είμαι ο πιο αδύναμος των αδύναμων. Και στην πορεία κατάλαβα πως η αδυναμία δεν είναι ντροπή. Ο άνθρωπος που κλαίει και χτυπιέται κι απελπίζεται, και συνεχίζει, μαζεύοντας ένα-ένα τα κομματάκια του, να κλαίει και να χτυπιέται και να απελπίζεται, γιατί, στο βάθος του εαυτού του, έχει μια σπίθα, μια φλούδα πίστης, ο αδύναμος που σέρνεται αγκαλιά με τον φόβο και τη μοναξιά γιατί οραματίζεται, σαν ταινία επιστημονικής φαντασίας, τη μέρα που θα γελάει και θα χορεύει και θα ελπίζει – αυτός ο άνθρωπος δεν χρειάζεται να είναι δυνατός, γιατί είναι ο σιωπηλός, πεισματάρης εργάτης της επιβίωσης.
Ας έχουν άλλοι τη δύναμη, κι ας τη χαίρονται. Εμείς οι αδύναμοι θα αναμετρηθούμε με το πάπλωμα, με το πάτωμα, με τον πάτο της Κόλασης – και λίγο-λίγο, μ’ ένα χέρι κι ένα πόδι, με νύχια και με δόντια, θα σηκωθούμε.
2 Μαίου 2021
Ο άνθρωπός μου.
Κάνει την ερημιά της πόλης φλοίσβο σε γεμάτη παραλία. Το φαΐ του είναι το φαΐ της μάνας μου. Όταν βγαίνει στο μπαλκόνι, ο ουρανός χαμηλώνει να δει. Χαϊδεύει το σκυλί και μαθαίνω: έτσι αγαπάνε. Τη νύχτα, οι λάμπες κλέβουν απ’ το φως του.
Και κάθε μέρα, ανάσταση.
17 Μαίου 2021
Στα παιδιά που ζουν αυτό που έζησα.
Ο φόβος κι η μοναξιά που τώρα σας πνίγουν, όταν κερδίσετε την ελευθερία σας – και θα την κερδίσετε, γιατί μπορείτε, και γιατί σας ανήκει όπως ανήκει σε κάθε άνθρωπο – θα είναι σταγόνα στη θάλασσα της ευτυχίας σας.
(Κι οι σημερινοί σας τύραννοι θα στέκουν παντοτινά στην ακτή, γιατί δεν ξέρουν κολύμπι σε τέτοια καθαρά νερά).
1 Σεπτεμβρίου 2021
Δεν νομίζω να ‘χει περάσει μέρα στη ζωή μου, τα τελευταία τριάντα πέντε χρόνια, (από τότε που απόκτησα το πρώτο μου Walkman, κι ίσως και πιο πριν) που να μην αναρωτήθηκα: “Τι διάολο θα κάναμε χωρίς μουσική;”
11 Σεπτεμβρίου 2021
Όλες οι αγκαλιές είναι ίσες, αλλά ορισμένες αγκαλιές είναι πιο ίσες απ’ τις άλλες.
Γι’ αυτό πρέπει ν’ αλλάξουμε τον κόσμο.
19 Δεκ 2021
Αναπάντητη από άγνωστο αριθμό. Παίρνω στα καπάκια. «Την ξέχασες τη μανούλα», μου λέει μια μανούλα. Της είπα πως ήταν λάθος αριθμός, και γελάσαμε κι οι δυο, ανταλλάξαμε κι ευχές για τις γιορτές.
Βέβαια, ψέματα να μη λέμε: μάνα και λάθος δεν υπάρχει.
2 Ιανουαρίου 2022
Τα γενέθλια που του χρωστάω.
Στα είκοσι, τα σαράντα τρία μου φαίνονταν εξωπραγματικά – γιατί δεν πίστευα πως θα τα φτάσω. Λίγο οι καταχρήσεις, λίγο η κληρονομιά της Κατερίνας, δεν ήμουν ιδιαίτερα αισιόδοξος για την ημερομηνία λήξης μου.
Στα είκοσι πέντε, γνώρισα τον Τάσο, κι αναθεώρησα ριζικά: θα ζούσα διακόσια χρόνια στο πλευρό του, ή έστω τόσα χρόνια, τόσους μήνες, μέρες, ώρες, λεπτά και δευτερόλεπτα όσα κι εκείνος.
Έκτότε, βρέθηκα τρεις φορές κοντά στον θάνατο – και κάθε φορά, η λαχτάρα μου να ζήσω είχε το πρόσωπό του. Στις σκοτεινότερες στιγμές, στις στιγμές της πιο μεγάλης ευτυχίας, ο χτύπος της καρδιάς μου ήταν δυο συλλαβές: τ’ όνομά του.
“Αγάπα τον εαυτό σου. Ζήσε για σένα.” Χρήσιμες συμβουλές – μόνο που κάποιοι δεν έχουμε πολύ καλές σχέσεις με τον εαυτό μας, και δεν μπορούμε να του αφιερώσουμε τη ζωή μας. Οι ευχές σας για υγεία κι ευημερία – πολύτιμες και συγκινητικές – λοξοδρομούν στην άλλη μου ψυχή.
Κουτάβι, αυτά τα χρόνια, τα πολλά, είναι δικά σου.
13 Ιανουαρίου 2022
Κάποιος κοιμάται στο κρύο.
Όσα κέντρα, καταφύγια κι αν φτιαχτούν,
κάποιος κοιμάται στο κρύο.
Ένα ευρώ, δύο ευρώ δεν φτάνουν
ούτε καν για να καταπιείς την ντροπή,
που έχεις ένα-δύο ευρώ περίσσευμα
σπίτι ζεστό να μείνεις
όσο κάποιος κοιμάται στο κρύο.
Παράξενο: ντρέπονται, συνήθως, όσοι φταίνε,
όσοι έχουν μερίδιο ενοχής,
ενώ αυτός που κοιμάται στο κρύο
είναι φαινόμενο, σαν τα καιρικά,
σαν τις λέξεις κρίση, ανεργία, αδιαφορία, φτώχια, φτώχια,
φτώχια.
Κάπου έφταιξα λοιπόν: λίγο εγώ, λίγο εσύ, λίγο όλοι εμείς
που φτιάχνουμε τις λέξεις (κρίση, ανεργία, αδιαφορία, φτώχια),
κάτι μας ξέφυγε, κάτι ξεχάσαμε,
και κανείς μας πια δεν το θυμάται
κανείς δεν ξέρει πώς να επανορθώσει.
Στο μεταξύ,
κάποιος κοιμάται στο κρύο.
15 Ιανουαρίου 2022
Σκοτώνοντας ψυχές
Επί αιώνες, ο βιασμός, μέσω της κυρίαρχης πατριαρχικής αφήγησης, συσχετιζόταν με τη γενετήσια έλξη, το σεξ, ακόμα και τον έρωτα. “Τον τύφλωσε ο πόθος”, “Παρασύρθηκε απ’ τις αντρικές του ορμές”, “Έχασε τον έλεγχο απ’ το πάθος”.
Όταν, πριν πενήντα-εξήντα χρόνια, οι γυναίκες άρχισαν να διατρανώνουν ανοιχτά τη σεξουαλικότητά τους, και να αψηφούν τα στερεότυπα – με το ντύσιμο, την κοινωνική τους ζωή, την ανεξαρτησία τους – ο βιασμός άρχισε να επιρρίπτεται στο θύμα. “Μ’ αυτά τα μίνι που γυρνάνε, τι περιμένεις;” “Μ’ αυτή την εμφάνιση, προκαλεί.” “Έλα, το ήθελε κατά βάθος”.
Πλέον, οι μάσκες έχουν πέσει. Γνωρίζουμε ότι ο βιασμός δεν έχει καμιά απολύτως σχέση με τον έρωτα, κι ας υποδύεται, καταναγκαστικά και βάναυσα, την ερωτική πράξη. Είναι μια ενέργεια εξουσιαστική, αμιγούς βίας και κακοποίησης – ελάχιστα διαφέρει απ’ τον άγριο ξυλοδαρμό, ή την απόπειρα δολοφονίας.
Κι όποιος θεωρεί την τελευταία φράση υπερβολική, ας ρίξει μια ματιά στις στατιστικές περί θυμάτων βιασμού, κι ας αναλογιστεί τι αγώνα δίνουν οι κακοποιημένες, σακατεμένες γυναίκες για να ορθοποδήσουν. Κατάθλιψη, απόπειρες – όλα αυτά απαντούν με τρομακτική συχνότητα στον απόηχο του βιασμού.
Θυμάμαι να διαβάζω τη μαρτυρία μιας μεσήλικης γυναίκας, που είχε βιαστεί στα δεκαεφτά: επί τριάντα χρόνια, κάθε που ο συναισθηματικός της κόσμος ήταν μπόσικος, ένιωθε την παρουσία του βιαστή της – νόμιζε ότι, αν γύριζε το κεφάλι, θα τον έβλεπε στον δρόμο να την ακολουθεί, έπεφτε για ύπνο με κλειδωμένη πόρτα, και πάλι φοβόταν να αλλάξει πλευρό, μην τον αντικρίσει στο κρεβάτι της.
Η βία μπορεί να απονεκρώσει κομμάτια της ψυχής, να σημαδέψει τον άνθρωπο τόσο ανεξίτηλα, που να βαδίζει για πάντα στη σκιά της.
Γι’ αυτό κι ο βιασμός – για τον οποίο πάντα μα πάντα ευθύνεται αποκλειστικά και μόνον ο βιαστής – είναι τόσο αποτρόπαιο, ασυγχώρητο έγκλημα – και ως τέτοιο οφείλει να αντιμετωπίζεται από την κοινωνία και τη δικαιοσύνη.
14 φεβρουαρίου 2022
Αδύνατον να ξεφύγεις απ’ το ιδανικό του μεγάλου έρωτα: από παιδί, μαθαίνεις να τον λαχταράς, όπως τον λένε τα τραγούδια και τον δείχνουν οι ταινίες, όπως αγκαλιάζονται τα αγάλματα και πλαντάζουν οι στίχοι των ποιητών.
Καμιά φορά, το κίνητρο είναι οι πρώτες σου αγάπες: αν οι γονείς δεν μοιάζουν ερωτευμένοι, πρέπει να επανορθώσεις για λογαριασμό τους – να τους ξεπεράσεις.
Κι ούτε είναι μυθικός, ο μέγας έρως – κάθε άλλο: απλώς, συχνά, περνά απαρατήρητος, κινείται σιωπηλός.
Όπως όταν πήζει στη δουλειά, και για να μην τον ενοχλήσεις, του δίνεις ένα πεταχτό φιλί στα μαλλιά.
Ή όταν τα χέρια σου είναι κρύα, και σου φέρνει μια κουβέρτα στον καναπέ.
Κι άλλοτε πάλι, επειδή είναι πιο ψηλός και φαγανός, και γυμνάζεται και κουράζεται πέρα-δώθε με τα δικηγορικά, του αφήνεις το μισό σου βραδινό, “Χόρτασα” λες, γιατί δεν θα του φτάσει μια μερίδα.
Ή ο σκύλος που απλώνεται ανάμεσά σας, για να χαϊδευτεί από δυο μεριές, κι είναι, εκτός από αυτόνομο πλάσμα, γέφυρα αγάπης.
Όπως τα άτομα συνθέτουν τον ορατό κόσμο, έτσι κι οι μικροί έρωτες, της στιγμής, φτιάχνουν τους μεγάλους.