Απομεσήμερο, το φαγητό είχε μαζευτεί απ΄το τραπέζι, και η τηλεόραση έπαιζε σιγανά, ίσα-ίσα για να σπάει την ησυχία της ώρας. Οι γονείς μου ποτέ δεν ήταν αυταρχικοί απέναντι στο “χαζοκούτι”, όπως συνήθιζα να ακούω να το αποκαλούν άλλοι γονείς. Είχαν, μάλιστα, την διακριτική επιτήρηση ως προς την συχνότητα που θα έπαιζε αυτό το μονολογόν εργαλείο του σαλονιού, και πιστεύω ότι ήσαν και πολύ προσεκτικοί στις επιλογές τους. Η τηλεόραση και ΄κείνα που πρόβαλε είχαν σταθεί άπειρες φορές αφορμές για πολύωρες συζητήσεις και αντιπαραθέσεις γύρω απ΄το τραπέζι ή ξάπλα στον καναπέ, καμία σχέση με το “αποχαυνωτήριο” που πολλοί το θεωρούσαν, παρόλο το trash που στα σημεία περιείχε και περιέχει. Άλλωστε είναι και γνωστά και χιλιοειπωμένα τα περί μαχαιριών, ψωμιών και φόνων.
Για μένα, με την απαραίτητη προσοχή των γονιών μου, υπήρξε πόρτα και -τολμώ να πω- αφορμή καλλιέργειας. Ειδικά όταν επρόκειτο για εκείνα τα γνωστά σίριαλ των “επαναλήψεων”. Καλτίλα. Πολλά από αυτά τα βαριόσουν, το χιούμορ τους ως παιδί σου φαινόταν passé, σήμερα θα το πούμε “κρίντζι”, έλεγες πώς είναι δυνατόν να έχουν τόσο φτωχά σκηνικά, ή τέτοιους γελοίους διαλόγους (;). Ανάμεσά τους όμως έβρισκες και διαμάντια. Σειρές νοσταλγικές, με φοβερές ερμηνείες, που- τουλάχιστον στα δικά μου παιδικά μάτια- σου γνώριζαν την εποχή των γονιών σου, μια εποχή που φάνταζε μισο-μακρινή, μα για κάποιο λόγο ενδιαφέρουσα και κάπως οικεία.
Κάπως έτσι έφτασαν στα μάτια μου και από εκεί κατευθείαν στην καρδιά μου, οι “Δύο Ξένοι”, και φυσικά η μυθική φιγούρα της Ντίνας Κώνστα ως Ντένη Μαρκορά. Θυμάμαι να το βλέπουμε με την αδερφή μου, να ξεκαρδιζόμαστε, να αποστηθίζουμε σχεδόν διαλόγους. Την βλέπαμε ξανά και ξανά. Δεν ξέρω ειλικρινά, πόσες φορές έχω δει αυτή τη σειρά, πρώτα στις επαναλήψεις και μεγαλώνοντας μόνη μου στο youtube, συνήθως σαν happy pill, σε κάτι ώρες που ένιωθα πως τίποτε δεν μπορεί να με κάνει καλά.
Κάνοντας κάποια στιγμή μαθήματα θεάτρου, η καθηγήτρια μας, ρώτησε ποιοι δεν έχουν δει την σειρά. Φυσικά η μόνη εργασία που τους ανέθεσε για την επόμενη φορά, ήταν να την παρακολουθήσουν προσεκτικά, να μελετήσουν τους ρόλους και κυρίως τα παιξίματα. Και όχι άδικα, γιατί αυτό το δημιούργημα των Ρήγα-Αποστόλου ήταν πραγματικό masterpiece. Ανάμεσα στους υπόλοιπους, πολύπλευρους, πέρα για πέρα καλοφτιαγμένους και δουλεμένους με ακρίβεια χιλιοστού χαρακτήρες, ξεχώριζε εκείνος της Ντένης, που μοιραία ακολούθησε την Ντίνα Κώνστα σε όλη της την μετέπειτα καριέρα. Ήταν μια μαγική στιγμή που ένας ρόλος, ήρθε και κούμπωσε πάνω στην ηθοποιό, τόσο πολύ που ένιωθες πως αυτή η εκκεντρική, ζάμπλουτη Κολωνακιότισσα είναι μια γυναίκα υπαρκτή, νόμιζες μάλιστα ότι πράγματι την έχεις δει προχθές να ψωνίζει “απλησίαστα” βραχιόλια στον Ζολώτα, ή να πίνει Dry Martini σε κάποιο κουλτουριάρικο μπιστρό του κέντρου. Μνημειώδεις ατάκες που προκαλούν μέχρι και σήμερα γέλια μέχρι δακρύων, μια κορμοστασιά που ταίριαξε σαν καλούπι στην έμπνευση των δημιουργών και ένας ρόλος που έγραψε την δικιά του ιστορία.
Η Ντίνα Κώνστα φυσικά, ήταν πολλά παραπάνω από την αξιολάτρευτη Ντένη Μαρκορά. Μαθήτρια της Μαίρης Αρώνη, ηθοποιός που αγάπησε το σανίδι, με συμμετοχές σε παραστάσεις του Εθνικού, του Ηρωδείου, και αργότερα του ελεύθερου θεάτρου. Στην αρχή της καριέρας της, την επέλεγαν κυρίως για δραματικούς ρόλους, μέχρι που έκανε την στροφή στην κωμωδία, έχοντας την στόφα των μεγάλων κωμικών της χρυσής εποχής του Φίνου. Στο θέατρο έβαλε την τελική της στιβαρή υπογραφή με την “Περιπλανώμενη ζωή μιας ρεμπέτισσας”, όπου ενσάρκωσε καταπληκτικά την Σωτηρία Μπέλλου, και φυσικά κράτησε πολλές παραπάνω από μια θεατρικές χρονιές.
Όταν εχθές, πληροφορήθηκα τον θάνατο της Κώνστα, “πόνεσε” παραπάνω απ΄ότι νόμιζα και απ΄όσο είδα στο ίντερνετ, κατάλαβα πως δεν ήμουν η μόνη. Από ένα σημείο και μετά σταμάτησα να μετρώ πόσα post σε facebook και twitter αποχαιρετούσαν την ηθοποιό, σημειώνοντας πόσο τους είχε βοηθήσει εκείνη η χαριτωμένη φιγούρα της “Ντένης” που πήρε σάρκα και οστά μέσα από την Ντίνα, όταν κάποτε στάθηκαν απαρηγόρητοι. Όλο αυτό από τι; Από ένα σίριαλ, στην ελληνική τηλεόραση, στο “χαζοκούτι”. Η δαιμονοποίηση, κατά την γνώμη μου, είναι ίδιον των ανοήτων και έχουμε δει πως μάλλον δεν έχει καταπληκτικά αποτελέσματα. Προσωπικά πάντοτε θα έχω μια γλυκιά νοσταλγία για εκείνες τις εποχές της τηλεόρασης και ξέρω ότι στις μαύρες μου θα ανατρέχω σε αξέχαστους ρόλους του κωμικού τιβι-πάνθεον για να ανέβω. Από τα πρώτα περήφανα αποκτήματα του φοιτητικού μου σπιτιού, ήταν αυτό το σχέδιο του Αριστοτέλη που μας το παραχώρησε και για το εξώφυλλο του άρθρου, με την φιγούρα της Ντένης, που είναι η Ντίνα, που είναι τα απομεσήμερα στο σπίτι, που είναι τα συγχρονισμένα γέλια μας με την αδερφή μου, που είναι τα πρώτα ψίγματα προσωπικής αναζήτησης, που είναι εν τέλει ένα τόσο δα κομματάκι του εαυτού μου. Και ήθελα να το έχω εκεί στον τοίχο μου για να μου τα θυμίζει. Η Ντένη θα μείνει σε περίοπτη θέση στον τοίχο μου, οι καλτ ελληνικές σειρές σε αντίστοιχη θέση στην καρδιά μου.
Καλό ταξίδι Κυρία Κώνστα…
Ευχαριστούμε για το εξώφυλλο Αριστοτέλη! Βρείτε και τα υπέροχα σχέδιά του εδώ.
Το όνομά μου είναι αυτό που διαβάζετε. Σπουδάζω στους Χημικούς Μηχανικούς. Ζω στην Αθήνα και το βιογραφικό μου είναι τόσο μικρό που δεν αξίζει να το παραθέσω. Σκοπός εδώ είναι να πούμε όσα δεν έχουν θέση και (φυσικά) δε χωρούν σε ένα απλό “lunch break”.