Από τη Σώτη Τριανταφύλλου
«Δεν υπερβάλλω όταν λέω πως ήμουν φεμινίστρια από τότε που πήγαινα στο νηπιαγωγείο», γράφει η Ιζαμπέλ Αλιέντε. Ίσως γι’ αυτό πολλές γυναίκες σαν εμένα δεν υπήρξαμε ποτέ φεμινίστριες· ο φεμινισμός βρισκόταν πίσω μας.
Είχαν προηγηθεί νικηφόροι αγώνες· γυναίκες που ήταν φεμινίστριες από το νηπιαγωγείο ― δε νιώθαμε λοιπόν την ανάγκη να είμαστε φεμινίστριες. Ήμασταν, είμαστε άνθρωποι και πολίτες· είμαστε και γυναίκες για όποιον ενδιαφέρεται για το φύλο μας. Δεν έχουμε ειδικές δεξιότητες, ειδικές ανάγκες ή ειδικές ευαισθησίες. Μπορούμε να σκεφτόμαστε και να ενεργούμε με εξυπνάδα ίση με εκείνη των ανδρών· φοβάμαι ότι δεν πάμε πίσω ούτε σε ανοησία. Ή, τώρα που το καλοσκέφτομαι, ίσως να υστερούμε σε ανοησία.
Είναι αλήθεια ότι, επί αιώνες, οι γυναίκες, αν και αποτελούσαν την οριακή πλειονότητα του ανθρώπινου πληθυσμού, κατασκευάζονταν έτσι ώστε να βρουν τη θέση τους σε μια καταπιεσμένη μειονότητα, μια μειονότητα με κρυμμένη, ανομολόγητη και συχνά επαίσχυντη δύναμη. Και καλούνταν να παραμείνουν στο εσωτερικό της, παίζοντας συγκεκριμένους ρόλους, με συγκεκριμένο τρόπο: το πλέγμα των σχέσεων και τα παιχνίδια εξουσίας έμοιαζαν με νόμους της φύσεως. Όποια αμφισβητούσε τη «φύση», όποια σήκωνε κεφάλι, της το έκοβαν: mad, bad and dangerous to know. Υποτίμηση, κοινωνική απομόνωση, ζουρλομανδύας. Σκάσε. Ακόμα και σήμερα, στον Δυτικό κόσμο, τη ζωή μας ρυπαίνουν τα ιστορικά υπολείμματα αυτής της μακραίωνης συνθήκης με τις ευαίσθητες ισορροπίες, τις ρήξεις, τους κλυδωνισμούς και τις ανατροπές. Στην Ανατολή, όπου αυτή η ιστορική συνέχεια απουσιάζει, οι άνδρες και οι γυναίκες έχουν να διανύσουν μακρά απόσταση. Δεν μπορείς να κόψεις δρόμο, ούτε να συμπυκνώσεις τον χρόνο.
Στη δεκαετία του ’50, η Ιζαμπέλ Αλιέντε άρχισε να βγάζει γλώσσα ― το ποπ τραγουδάκι Yakety Yak, don’t talk back, μεγάλη επιτυχία τoυ ’59, κατέγραφε το πώς οι νέοι, οι νέες και οι λιγότεροι νέες άρχισαν να αντιμιλάνε. Κάτι άλλαζε στον κόσμο· κάτι άλλαξε τον κόσμο: δεν κατοικούμε στον πλανήτη των γονιών μας· συχνά οι γονείς μας δεν κατοικούν στον δικό μας πλανήτη. Όταν η Αλιέντε μεγάλωνε στο Σαντιάγο κι έπειτα στη Λα Παζ, στη Βηρυτό και στο Καράκας, οι γυναίκες, ιδιαίτερα εκείνες της μεσαίας τάξης, αναρωτιόνταν μήπως δεν ήταν προορισμένες μονάχα για το νοικοκυριό και τη μητρότητα· μήπως υπήρχαν κι άλλες επιλογές, πιο περιπετειώδεις. Έτσι, από τα μέσα της δεκαετίας του ’60, η Αλιέντε βρέθηκε στη δίνη του σύγχρονου φεμινισμού και απέναντι στο λογοτεχνικό κατεστημένο: Κάρλος Καστανιέδα, Μάριο Βάργκας Λιόσα, Πάμπλο Νερούδα· ένα κατεστημένο όχι απαραιτήτως «ανδρικό», ακόμα λιγότερο ανδροκρατικό.
Ο φεμινισμός δεν είναι επινόηση της δεκαετίας του ’60. Στη δεκαετία του ’60 συνέβη κάτι ριζικότερο: οι γυναίκες επινόησαν από την αρχή τον εαυτό τους και τοποθέτησαν τον φεμινισμό σε ένα ευρύτερο πλαίσιο χειραφέτησης του ανθρώπου. Ο Δυτικός πολιτισμός πλησίασε το ιδεώδες των ανθρώπινων δικαιωμάτων που είχε γεννηθεί κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα. Η Αλιέντε έγινε ένα από τα σύμβολα αυτού του φεμινισμού και του προσέδωσε λίγη μαγεία και περισσότερο ρεαλισμό: «με το μαχαίρι ανάμεσα στα δόντια», όπως γράφει, βοήθησε να αποκτήσουν φωνή πολλές γυναίκες της γενιάς της στη Λατινική Αμερική. Τώρα, με τούτο το βιβλίο, Οι γυναίκες της ψυχής μου, κοιτάζει πίσω: Τι κέρδισαν οι γυναίκες όλα αυτά τα χρόνια; Σε τι συνίσταται η ανθρώπινη αξιοπρέπεια; Πώς γίνεσαι η ηρωίδα της ζωής σου; Ποιες είναι οι επιθυμίες και οι προσδοκίες των γυναικών σήμερα; Ποιες είναι οι πολιτικές και πολιτισμικές αξίες που κάνουν τη ζωή άξια να βιωθεί;
Το φεμινιστικό έργο της Αλιέντε εκτυλίσσεται στον χώρο της λογοτεχνίας, που, αντίθετα απ’ ό,τι έλεγε ο Ρολάν Μπαρτ, δεν επιτρέπει μόνο να αναπνέεις αλλά και να βαδίζεις: η Αλιέντε βαδίζει, με μεγάλες δρασκελιές, σ’ έναν χώρο δίχως σύνορα, στον ισπανόφωνο κόσμο και στον υπερ-γλωσσικό κόσμο των ανθρωπιστικών ιδεών. Τα καλά αισθήματα δεν αρκούν για να δημιουργήσουν καλή λογοτεχνία και οι καλές προθέσεις οδηγούν σε τυφλούς τοίχους ― οι ανθρωπιστικές ιδέες δεν έχουν αξία όταν δεν ικανοποιείται ο λόγος ύπαρξης της λογοτεχνίας: το να αλλάζει τον αναγνώστη, να τον κάνει καλύτερο και πιο ευτυχισμένο. Χαμένο βιβλίο είναι εκείνο που τον αφήνει απαράλλακτο. Η Αλιέντε, περιγράφοντας ζωές που μοιάζουν με περιπλανήσεις, με μικρές οδύσσειες, και αναδεικνύοντας τις ηρωίδες της απ’ τις οποίες δε λείπει ο ηρωισμός, αλλάζει τις αναγνώστριες και, προπάντων, τους αναγνώστες: τίποτα δεν μπορεί να κερδηθεί χωρίς τους άνδρες, τίποτα δεν μπορεί να κερδηθεί εναντίον τους.
Ο φεμινισμός του 21ου αιώνα είναι ένα καινούργιο κεφάλαιο που η Αλιέντε φαίνεται να παρατηρεί με ενδιαφέρον, ίσως και με απορία. Δεν την αφορά η woke culture, η cancel culture και τα πολλαπλά μίση που προκύπτουν από την τρέχουσα ανάλυση των κοινωνιών. Αφηγείται ιστορίες θριάμβου και ήττας, περιγράφει καλές και κακές αποφάσεις, χαρές και λύπες. Οι ηρωίδες της ίσως έχουν πέσει θύμα κακοποίησης, αλλά επίσης έχουν πέσει εφτά φορές κι έχουν σηκωθεί οκτώ: η Εύα Λούνα, ορφανό, που στην αρχή φαίνεται να βγαίνει από μυθιστόρημα του Χόρχε Αμάντο, αναδύεται ως μια σύγχρονη Σεχραζάτ· δεν έχουν όλες οι ιστορίες με ορφανά κακό τέλος. Μέσα από αυτές τις ηρωίδες, η Αλιέντε μιλάει για τη δική της ζωή.Οι γυναίκες της ψυχής μου είναι μια μορφή αυτοβιογραφίας, το χρονικό ενός βλέμματος από την παιδική ηλικία μέχρι την ηλικία της σοφίας.