Είναι βράδυ και πληκτρολογώ στο youtube την λέξη “μητέρα” εν όψει της σημερινής γιορτής. Σαστίζω με τα τρία πρώτα προτεινόμενα αποτελέσματα: “μητέρα πάτρα”, “μητέρα 3 παιδιά πάτρα”, “μητέρα Ρούλας Πισπιρίγκου”. Ξεπερνώ το σοκ κι αναλογίζομαι. Με όσα έχουμε δει και ακούσει αυτό τον καιρό, με τον υπερκορεσμό ειδήσεων από τα ΜΜΕ, τείνει (αν δεν έχει γίνει ήδη) να αμαυρωθεί μια λέξη που το προφανές της συνώνυμο θα έπρεπε να είναι η “αγάπη”. Ξεφυσάω καπνούς. Ας πάρουμε τα πράγματα απ΄την αρχή λοιπόν. Μάνα, μητέρα, μαμά, σημαίνει στοργή, σημαίνει λιμάνι, σημαίνει αγκαλιά. Πολλές φορές οι γυναίκες που μας φέρνουν στον κόσμο είναι άξιες να γίνουν οι ηρωίδες μας, το σημείο αναφοράς μας. Άλλες φορές, η τύχη και η ζωή δεν τα φέρνουν έτσι και οι φυσικές “μάνες” δεν τιμούν ούτε κατά διάνοια τον τίτλο τιμής που τους έχει δοθεί. Αλλά η “μάνα” δεν είναι κατ΄ανάγκη ο χαρακτηρισμός του προσώπου, η “μάνα” είναι έννοια, είναι-παραπάνω- αξία.
Για μένα “μαμά” έχει σταθεί η φυσική μου μητέρα και την ευχαριστώ, αλλά άλλοτε έχει σταθεί και εκείνη η φίλη που με ντάντευε με τις ώρες στην πρώτη μου απογοήτευση που ένιωθα να χάνεται ο κόσμος, έχει σταθεί ένα αγόρι που είχα και μια μέρα που κατάλαβε πως ξέχασα να φάω με κάθισε στο τραπέζι μέχρι να τελειώσω ένα πιάτο φαΐ , έχει σταθεί ακόμα και η πωλήτρια στο καφέ της γειτονιάς μου που μια Κυριακή της είπα πως έχω πυρετό και δίχως δεύτερη κουβέντα μου έφτιαξε τσάι και μου βρήκε διημερεύον φαρμακείο. Τέτοιες είναι οι μανάδες και έτσι θα έπρεπε να είναι. Σήμερα λοιπόν, πάρτε ένα τηλέφωνο ή καλύτερα μια μεγάλη αγκαλιά, την γυναίκα που σας γέννησε, μα κι όλους εκείνους που στάθηκαν μητρικά δίπλα σας. Σήμερα αφήστε το σκοτάδι που μας φορτώνουν γύρω απ΄αυτή τη λέξη και σκεφτείτε για ποιους ανθρώπους κάποτε έχετε υπάρξει εσείς “μαμά”.
Τέτοια μέρα διαβάζω σχεδόν πάντα αυτό το απόσπασμα από το αγαπημένο βιβλίο της Οριάνας Φαλάτσι “Γράμμα σε ένα παιδί που δεν γεννήθηκε ποτέ” ήταν το πρώτο βιβλίο που μου χάρισε η μάνα της μάνας μου· η σημειολογία και μόνο μου είναι αρκετή. Το παραθέτω πιστεύοντας πως οι σκέψεις μας συγκοινωνούν:
“Τώρα είναι νύχτα: το λευκό ταβάνι άρχισε να γίνεται μαύρο. Και κάνει κρύο. Καλύτερα να φορέσεις το πανωφόρι σου, για να κατέβουμε στο ισόγειο. Εμπρός λοιπόν, φεύγουμε. Πάμε σπίτι μας. Θα ήθελα να σε κρατήσω στην αγκαλιά μου, παιδάκι. Μα είσαι τόσο μικροσκοπικό: δεν γίνεται να σε πάρω στην αγκαλιά μου. Μπορώ μονάχα να σε αποθέσω στην παλάμη τού ενός μου χεριού. Φτάνει να μην σε αρπάξει κανένα φύσημα του αέρα. Να κάτι που μες κάνει να σαστίζω: το φύσημα του ανέμου μπορεί να σε κλέψει από μένα, κι όμως είσαι τόσο βαρύ, που τρεκλίζω. Δώσε μου το χέρι σου σε παρακαλώ: να, έτσι. Τώρα εσύ με πηγαίνεις, με οδηγείς. Λοιπόν, δεν είσαι αυγό, ούτε ψαράκι είσαι: είσαι αληθινό παιδί! Το μπόι σου έφτασε κιόλας ως τα γόνατά μου. Όχι, ως την καρδιά. Όχι, ως τον ώμο. Όχι, πάνω απ` τον ώμο. Δεν είσαι παιδάκι, είσαι άντρας! Ένας άντρας με δάχτυλα γερά και τρυφερά. Τα έχω τώρα πιά τόσο ανάγκη: γιατί γέρασα. Δεν καταφέρνω ούτε τα σκαλιά να κατέβω, αν εσύ δεν με στηρίξεις.
Θυμάσαι όταν ανεβοκατεβαίναμε τούτην εδώ τη σκάλα, προσέχοντας να μην σκοντάψουμε, σφιχτοδεμένοι οι δυό μας σ`ένα αγκάλιασμα συνενοχής; Θυμάσαι τότε που σε μάθαινα να την ανεβαίνεις μονάχο – δεν πήγαινε πολύς καιρός που είχες αρχίσει να περπατάς – και μετρούσαμε γελώντας τα σκαλοπάτια; Θυμάσαι στην αρχή πώς αρπαζόσουνα από κάθε προεξοχή, λοχανιάζοντας, καθώς εγώ σε παρακολουθούσα με απλωμένα τα χέρια; Θυμάσαι και τότε που τσακωθήκαμε, γιατί δεν ήθελες ν` ακούσεις τις οδηγίες μου; Στεναχωρέθηκα ύστερα. Ήθελα να σού ζητήσω συγνώμη, μα δεν μού ήταν εύκολο. Σε κρυφοκοίταζα κάτω από τα ματόκλαδά μου κι εσύ με αναζητούσες κάτω από τα δικά σου ματόκλαδα, ώσπου άνθισε στα χείλη σου ένα χαμόγελο, και κατάλαβα ότι είχες καταλάβει. Τι έγινε αλήθεια μετά; Η σκέψη μου θολώνει, τα βλέφαρά μου μοιάζουν πιό βαριά κι από μολύβι. Τάχα να είναι ύπνος, ή το τέλος; Πρέπει ν` αντισταθώ στον ύπνο, στο τέλος.
Βοήθησέ με να κρατήσω τα μάτια μου ανοιχτά, απάντησέ μου: δυσκολεύτηκες πολύ να χρησιμοποιήσεις τα φτερά σου; Ήταν πολλοί εκείνοι που σε πυροβολούσαν; Τους αντιπυροβόλησες κι εσύ; Σε καταπίεσαν στην μυρμηγκοφωλιά; Σε νίκησαν οι απογοητεύσεις, οι πίκρες, οι θυμοί, ή στάθηκες όρθιος σαν δυνατό δέντρο; Ανακάλυψες αν υπάρχει ευτυχία, ελευθερία, καλοσύνη, αγάπη; Ελπίζω να σε ωφέλησαν οι συμβουλές μου. Ελπίζω να μην ούρλιαξες ποτέ τη φριχτή βλαστήμια “γιατί να γεννηθώ;” Ελπίζω να κατέληξες στο συμπέρασμα πως άξιζε τον κόπο. Έστω κι αν το τίμημα είναι ο πόνος, ο θάνατος. Είμαι τόσο περήφανη που κατόρθωσα να σε τραβήξω από το τίποτα, έστω κι αν το τίμημα είναι ο πόνος, ο θάνατος. Αλήθεια, κάνει κρύο τώρα, και το λευκό ταβάνι είναι κατάμαυρο. Αλλά εμείς φτάσαμε πιά: να η μανόλια. Κόψε ένα λουλούδι. Εγώ δεν το κατάφερα ποτέ, εσύ όμως θα μπορέσεις. Σήκω στις μύτες των ποδιών, τέντωσε το χέρι σου, έτσι μπράβο.“
Χριστίνα Γιαβάσογλου
Πηγή αποσπάσματος: “Γράμμα σε ένα παιδί που δεν γεννήθηκε ποτέ”
ISBN : 9602119713
Το όνομά μου είναι αυτό που διαβάζετε. Σπουδάζω στους Χημικούς Μηχανικούς. Ζω στην Αθήνα και το βιογραφικό μου είναι τόσο μικρό που δεν αξίζει να το παραθέσω. Σκοπός εδώ είναι να πούμε όσα δεν έχουν θέση και (φυσικά) δε χωρούν σε ένα απλό “lunch break”.